ἐπίσκηψις: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ὅλον τόδε ποσαπλάσιον τοῦδε γίγνεται → how many times greater is this whole sum than that one

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />recommandation, adjuration.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπισκήπτω]].
|btext=εως (ἡ) :<br />recommandation, adjuration.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπισκήπτω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπίσκηψις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1)</b> предписание, приказание; поручение Plut.;<br /><b class="num">2)</b> [[привлечение к ответственности]], [[обвинение]] (τῶν ψευδομαρτυριῶν Isae., Dem.; ἐπίσκηψιν ποιεῖν Arst.);<br /><b class="num">3)</b> [[обвинение в лжесвидетельстве]] Dem., Plat.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπίσκηψις:''' -εως, ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[προσταγή]], [[διαταγή]], [[παραγγελία]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> ως [[δικανικός]] όρος, [[καταγγελία]], σε Δημ.
|lsmtext='''ἐπίσκηψις:''' -εως, ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[προσταγή]], [[διαταγή]], [[παραγγελία]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> ως [[δικανικός]] όρος, [[καταγγελία]], σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπίσκηψις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1)</b> предписание, приказание; поручение Plut.;<br /><b class="num">2)</b> [[привлечение к ответственности]], [[обвинение]] (τῶν ψευδομαρτυριῶν Isae., Dem.; ἐπίσκηψιν ποιεῖν Arst.);<br /><b class="num">3)</b> [[обвинение в лжесвидетельстве]] Dem., Plat.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἐπίσκηψις]], εως<br /><b class="num">I.</b> an [[injunction]], Plut.<br /><b class="num">II.</b> as law-[[term]], a [[denunciation]], Dem.
|mdlsjtxt=[[ἐπίσκηψις]], εως<br /><b class="num">I.</b> an [[injunction]], Plut.<br /><b class="num">II.</b> as law-[[term]], a [[denunciation]], Dem.
}}
}}

Revision as of 19:35, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίσκηψις Medium diacritics: ἐπίσκηψις Low diacritics: επίσκηψις Capitals: ΕΠΙΣΚΗΨΙΣ
Transliteration A: epískēpsis Transliteration B: episkēpsis Transliteration C: episkipsis Beta Code: e)pi/skhyis

English (LSJ)

εως, ἡ, A injunction, τὰς Εὐθυκράτους ἐπισκήψεις Is.9.36, cf. Ph.1.362 (pl.), Plu.Dio11. II. as law-term, denunciation, the first step in a prosecution, especially in a δίκη ψευδομαρτυριῶν, brought against the witness of a διαμαρτυρία (q.v.), τῇ ἐ. τῶν ψευδομαρτυριῶν D.47.51; Charondas πρῶτος ἐποίησε τὴν ἐ. Arist.Pol.1274b7; τούτων τὰς ἐ. εἶναι theirs shall be the right of ., D.47.72.

German (Pape)

[Seite 979] ἡ, 1) vom act., das Auferlegen, der Auftrag, Plut. Dion. 11, im plur., u. a. Sp. – 2) vom med., die Anklage, Plat. Legg. XI, 937 b; bes. wegen falsches Zeugnisses, ψευδομαρτυριῶν Is. 4, 17; Dem. 47, 51; ohne diesen Zusatz, 46, 7 (vgl. Arist. pol. 2, 12); wegen Mordes, κελεύει ὁ νόμος τοὺς προσήκοντας ἐπεξιέναι, sc. φόνου, – κἂν οἰκέτης ᾖ, τούτων τὰς ἐπισκήψεις εἶναι 47, 72.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
recommandation, adjuration.
Étymologie: ἐπισκήπτω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπίσκηψις: εως ἡ
1) предписание, приказание; поручение Plut.;
2) привлечение к ответственности, обвинение (τῶν ψευδομαρτυριῶν Isae., Dem.; ἐπίσκηψιν ποιεῖν Arst.);
3) обвинение в лжесвидетельстве Dem., Plat.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίσκηψις: -εως, ἡ, διαταγή, ἐντολή, παραγγελία, τὰς Εὐθυκράτους ἐπισκήψεις Ἰσαῖος 78. 34, πρβλ. Πλουτ. Δίωνα 11. ΙΙ. ὡς δικανικὸς ὅρος, καταγγελία ἥτις εἶναι τὸ πρῶτον βῆμα τῆς καταδιώξεως, ἰδίως ἐν δίκῃ ψευδομαρτυριῶν, γενομένῃ ἐναντίον τῶν μαρτύρων διαμαρτυρίας (ἴδε τὴν λέξιν), ἐπ. τῶν ψευδομαρτυριῶν Δημ. 1154. 22· ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας ὁ Ἀριστ., ἐν Πολιτικ. 2. 12, 11, λέγει περὶ τοῦ Χαρώνδου ὅτι πρῶτος…, ἐποίησε τὴν ἐπίσκηψιν· ὡσαύτως ἧν ἐν χρήσει εἰς ὑποθέσεις φόνου, Δημ. 1161. 11· πρβλ. ἐπισκήπτω ΙΙΙ.

Greek Monolingual

ἐπίσκηψις, ἡ (Α) επισκήπτω
1. εντολή, διαταγή
2. (ως αττ. δικαν. όρος) καταγγελίαπρῶτος ἐποίησε τὴν ἐπίσκηψιν», Αριστοτ.).

Greek Monotonic

ἐπίσκηψις: -εως, ἡ,
I. προσταγή, διαταγή, παραγγελία, σε Πλούτ.
II. ως δικανικός όρος, καταγγελία, σε Δημ.

Middle Liddell

ἐπίσκηψις, εως
I. an injunction, Plut.
II. as law-term, a denunciation, Dem.