ἐπαυχένιος: Difference between revisions
τὸ βέλτερον κακοῦ καὶ τὸ δίμοιρον αἰνῶ, καὶ δίκᾳ δίκας ἕπεσθαι, ξὺν εὐχαῖς ἐμαῖς, λυτηρίοις μηχαναῖς θεοῦ πάρα → I approve the better kind of evil, the two-thirds kind, and that, in accordance with my prayers, through contrivances bringing salvation at the god’s hand
m (Text replacement - "<br \/> <b>1<\/b> (?)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0907.png Seite 907]] auf dem Nacken; [[ζυγόν]] Pin. P. 2, 93; [[κυνάγχη]] Rhian. 8 (VI, 34). | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0907.png Seite 907]] auf dem Nacken; [[ζυγόν]] Pin. P. 2, 93; [[κυνάγχη]] Rhian. 8 (VI, 34). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui étreint le cou <i>ou</i> la gorge.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[αὐχήν]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπαυχένιος:''' [[давящий или сжимающий шею]] ([[ζυγόν]] Pind.; [[κυνάγχη]] Anth.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπαυχένιος''': -ον, (αὐχὴν) ὁ ἐπὶ τοῦ αὐχένος ἢ περὶ τὸν αὐχένα, [[ἐπαυχένιος]] ζυγὸς Πινδ. Π. 2. 172· ἐπαυχένιον κυνάγχαν Ἀνθ. Π. 6. 34. | |lstext='''ἐπαυχένιος''': -ον, (αὐχὴν) ὁ ἐπὶ τοῦ αὐχένος ἢ περὶ τὸν αὐχένα, [[ἐπαυχένιος]] ζυγὸς Πινδ. Π. 2. 172· ἐπαυχένιον κυνάγχαν Ἀνθ. Π. 6. 34. | ||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπαυχένιος:''' -ον ([[αὐχήν]]), αυτός που βρίσκεται πάνω ή αναφέρεται στον αυχένα, σε Ανθ. | |lsmtext='''ἐπαυχένιος:''' -ον ([[αὐχήν]]), αυτός που βρίσκεται πάνω ή αναφέρεται στον αυχένα, σε Ανθ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[αὐχήν]]<br />on or for the [[neck]], Anth. | |mdlsjtxt=[[αὐχήν]]<br />on or for the [[neck]], Anth. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 19:40, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, (< αὐχήν) on or for the neck, ζυγόν Pi. P. 2.93; κύναγχα AP 6.34 (Rhian.).
German (Pape)
[Seite 907] auf dem Nacken; ζυγόν Pin. P. 2, 93; κυνάγχη Rhian. 8 (VI, 34).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui étreint le cou ou la gorge.
Étymologie: ἐπί, αὐχήν.
Russian (Dvoretsky)
ἐπαυχένιος: давящий или сжимающий шею (ζυγόν Pind.; κυνάγχη Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπαυχένιος: -ον, (αὐχὴν) ὁ ἐπὶ τοῦ αὐχένος ἢ περὶ τὸν αὐχένα, ἐπαυχένιος ζυγὸς Πινδ. Π. 2. 172· ἐπαυχένιον κυνάγχαν Ἀνθ. Π. 6. 34.
English (Slater)
ἐπαυχένιος on one's shoulders φέρειν δ' ἐλαφρῶς ἐπαυχένιον λαβόντα ζυγὸν ἀρήγει (P. 2.93)
Greek Monolingual
(Α ἐπαυχένιος, -ον) αυχήν
αυτός που βρίσκεται πάνω ή γύρω από τον αυχένα («ἐπαυχένιος ζυγός», Πίνδ.)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. α) τὸ ἐπαυχένιον
δερμάτινη λωρίδα που αποτελεί τμήμα της σαγής του αλόγου ή του ημιόνου
β. ναυτ. τὰ ἐπαυχένια
ξύλινα εξαρτήματα που χρησιμεύουν στο να συγκρατούν τα ξάρτια του πλοίου στη θέση τους.
Greek Monotonic
ἐπαυχένιος: -ον (αὐχήν), αυτός που βρίσκεται πάνω ή αναφέρεται στον αυχένα, σε Ανθ.