ἐπαγγελτικός: Difference between revisions

From LSJ

νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui promet beaucoup;<br /><b>2</b> présomptueux;<br /><i>Cp.</i> ἐπαγγελτικώτερος.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπαγγέλλω]].
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui promet beaucoup;<br /><b>2</b> présomptueux;<br /><i>Cp.</i> ἐπαγγελτικώτερος.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπαγγέλλω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπαγγελτικός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[склонный делать посулы]], [[не скупящийся на обещания]] (ἐ. μὲν, οὐ τελεσιουργὸς δὲ τῶν ὑποσχέσεων Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[претенциозный]]: ἐπαγγελτικώτερόν τι [[εἰπεῖν]] Arst. делать чрезмерно смелое заявление.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἐπαγγελτικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει τη [[συνήθεια]] να δίνει υποσχέσεις<br /><b>2.</b> αυτός που γίνεται για [[επαγγελία]], για [[υπόσχεση]]<br /><b>3.</b> ο επηγγελμένος, ο [[υπεσχημένος]] <b>επιγρ.</b>. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>έπαγγελτικώς</i><br />με τρόπο υποσχετικό.
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἐπαγγελτικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει τη [[συνήθεια]] να δίνει υποσχέσεις<br /><b>2.</b> αυτός που γίνεται για [[επαγγελία]], για [[υπόσχεση]]<br /><b>3.</b> ο επηγγελμένος, ο [[υπεσχημένος]] <b>επιγρ.</b>. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>έπαγγελτικώς</i><br />με τρόπο υποσχετικό.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπαγγελτικός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[склонный делать посулы]], [[не скупящийся на обещания]] (ἐ. μὲν, οὐ τελεσιουργὸς δὲ τῶν ὑποσχέσεων Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[претенциозный]]: ἐπαγγελτικώτερόν τι [[εἰπεῖν]] Arst. делать чрезмерно смелое заявление.
}}
}}

Revision as of 19:40, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπαγγελτικός Medium diacritics: ἐπαγγελτικός Low diacritics: επαγγελτικός Capitals: ΕΠΑΓΓΕΛΤΙΚΟΣ
Transliteration A: epangeltikós Transliteration B: epangeltikos Transliteration C: epaggeltikos Beta Code: e)paggeltiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A given to promising, ἐπεκλήθη Δώσων ὡς ἐ. Plu.Aem.8; also [λόγος] πρὸς τοὺς πολλοὺς ἐ. Phld.Rh.2.2.S., cf. Iamb.Myst.3.30. Adv. -κῶς Ath.Mech.15.9: Comp. -κώτερον, εἰπεῖν too professorially, Arist.Rh.1398b30. 2 promised, οὐ δύνασθαι τελεῖν τὸ ἐ. ἀργύριον SIG832.7 (Epist. Hadr.).

German (Pape)

[Seite 893] ή, όν, versprechend, der immer verspricht, aber Nichts hält, Plut. Aem. Paul. 8; ἐπαγγελτικώτερον εἰπών, mehr versprechend, d. i. kecker, Arist rhet. 2, 23

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qui promet beaucoup;
2 présomptueux;
Cp. ἐπαγγελτικώτερος.
Étymologie: ἐπαγγέλλω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπαγγελτικός:
1) склонный делать посулы, не скупящийся на обещания (ἐ. μὲν, οὐ τελεσιουργὸς δὲ τῶν ὑποσχέσεων Plut.);
2) претенциозный: ἐπαγγελτικώτερόν τι εἰπεῖν Arst. делать чрезмерно смелое заявление.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπαγγελτικός: -ή, -όν, ἔχων συνήθειαν νὰ ἐπαγγέλληται, νὰ ὑπισχνῆται, ἐπεκλήθη δὲ (ὁ Ἀντίγονος) Δώσων, ὡς ἐπαγγελτικὸς μέν, οὐ τελεσιουργὸς δὲ τῶν ὑποσχέσεων Πλουτ. Αἰμιλ. Παῦλ. 8· ἐπαγγελτικώτερόν τι εἰπόντα, μετὰ ὑπερτόλμων διαβεβαιώσεων, Ἀριστ. Ρητ. 2. 23, 11· -ἐπαγγελτικῶς, ὑποσχετικῶς, Γραμματ.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἐπαγγελτικός, -ή, -όν)
1. αυτός που έχει τη συνήθεια να δίνει υποσχέσεις
2. αυτός που γίνεται για επαγγελία, για υπόσχεση
3. ο επηγγελμένος, ο υπεσχημένος επιγρ..
επίρρ...
έπαγγελτικώς
με τρόπο υποσχετικό.