ἐπίσκηνος: Difference between revisions

From LSJ

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui se fait devant la tente, <i>càd</i> public;<br /><b>2</b> qui réside sous une tente ; [[οἱ]] ἐπίσκηνοι PLUT soldats cantonnés dans leurs quartiers.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[σκηνή]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui se fait devant la tente, <i>càd</i> public;<br /><b>2</b> qui réside sous une tente ; [[οἱ]] ἐπίσκηνοι PLUT soldats cantonnés dans leurs quartiers.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[σκηνή]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπίσκηνος:'''<br /><b class="num">1)</b> находящийся или происходящий вне палатки, т. е. публичный, открытый: μηδ᾽ ἐπισκήνους γόους δάκρυε Soph. не плачь на людях;<br /><b class="num">2)</b> [[живущий в палатке]] (см. [[ἐπίσκηνοι]]).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπίσκηνος:''' -ον ([[σκηνή]]), αυτός που βρίσκεται [[μπροστά]] στη [[σκηνή]], δηλ. [[πρόδηλος]], [[φανερός]], [[δημόσιος]], σε Σοφ.
|lsmtext='''ἐπίσκηνος:''' -ον ([[σκηνή]]), αυτός που βρίσκεται [[μπροστά]] στη [[σκηνή]], δηλ. [[πρόδηλος]], [[φανερός]], [[δημόσιος]], σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπίσκηνος:'''<br /><b class="num">1)</b> находящийся или происходящий вне палатки, т. е. публичный, открытый: μηδ᾽ ἐπισκήνους γόους δάκρυε Soph. не плачь на людях;<br /><b class="num">2)</b> [[живущий в палатке]] (см. [[ἐπίσκηνοι]]).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἐπί-σκηνος, ον [[σκηνή]]<br />at or [[before]] the [[tent]], i. e. [[public]], Soph.
|mdlsjtxt=ἐπί-σκηνος, ον [[σκηνή]]<br />at or [[before]] the [[tent]], i. e. [[public]], Soph.
}}
}}

Revision as of 19:40, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίσκηνος Medium diacritics: ἐπίσκηνος Low diacritics: επίσκηνος Capitals: ΕΠΙΣΚΗΝΟΣ
Transliteration A: epískēnos Transliteration B: episkēnos Transliteration C: episkinos Beta Code: e)pi/skhnos

English (LSJ)

ον, A at or before the tent, i.e. public, γόοι S.Aj.579. 2. οἱ ἐ. the soldiers quartered (in the towns), Plu.Sert.24, Ἀρχ.Ἐφ.1917.2; cf. sq. II. on the stage: ἡ ἐ., as substantive, = ἐπισκήνιον, Vitr.5.6.6. III. external, adventitious, ὄχλος D.H.6.53, cf. 9.53. IV. ἐπίσκηνα, τά, festival at Sparta, Hsch.

German (Pape)

[Seite 978] an oder in dem Zelt, μηδ' ἐπισκήνους γόους δάκρυε Soph. Ai. 576, was Suid. u. der Schol. »theatralisch« erkl. (μεγάλους ἢ ἀπρεπεῖς οἵους ἐπὶ τῇ σκηνῇ), besser vor dem Zelt. d. i. öffentlich. – Bei D. Hal. 6, 53 ὄχλος ἐπίκλητος καὶ ἐπίσκηνος u. 9, 53 οἱ ἐπίσκηνοι, die Angekommenen, Fremdlinge; daher Plut. Sert. 24 von fremden, einquartierten Soldaten.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui se fait devant la tente, càd public;
2 qui réside sous une tente ; οἱ ἐπίσκηνοι PLUT soldats cantonnés dans leurs quartiers.
Étymologie: ἐπί, σκηνή.

Russian (Dvoretsky)

ἐπίσκηνος:
1) находящийся или происходящий вне палатки, т. е. публичный, открытый: μηδ᾽ ἐπισκήνους γόους δάκρυε Soph. не плачь на людях;
2) живущий в палатке (см. ἐπίσκηνοι).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίσκηνος: -ον, (σκηνὴ) πρὸ τῆς σκηνῆς, ἐνώπιον τῆς σκηνῆς, δηλ. δημόσιος, γόοι Σοφ. Αἴ. 579. 2) οἱ ἐπίσκηνοι, οἱ (ἐν ταῖς πόλεσιν) ἐπισταθμεύοντες στρατιῶται, Πλουτ. Σερτώρ. 24· ἴδε σημ. Κοραῆ ἐν τόπῳ (τ. 4. σ. 335 καὶ 330), καὶ πρβλ. τὸ ἑπόμ. ΙΙ. ἐπὶ τῆς θεατρικῆς σκηνῆς, ἡ ἐπ. ὡς οὐσιαστ. = ἐπισκήνιον, Βιτρούβ. 57. ΙΙΙ. ἐξωτερικός, τυχαῖος, ὁ ἐπίκλητος οὑτοσὶ καὶ ἐπίσκηνος ὄχλος Διον. Ἁλ. 6. 53, πρβλ. 9. 53.

Greek Monolingual

ἐπίσκηνος, -ον (Α) σκηνή
1. αυτός που γίνεται μπροστά στη σκηνή, ενώπιον άλλων («μηδ’ ἐπισκήνους γόους δάκρυε», Σοφ.)
2. εξωτερικός, τυχαίος
3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ἐπίσκηνοι
στρατιώτες που σταθμεύουν σε μια πόλη
4. (για θεατρική σκηνή) το θηλ. ως ουσ.ἐπίσκηνος
θάλαμος πάνω από τη σκηνή.

Greek Monotonic

ἐπίσκηνος: -ον (σκηνή), αυτός που βρίσκεται μπροστά στη σκηνή, δηλ. πρόδηλος, φανερός, δημόσιος, σε Σοφ.

Middle Liddell

ἐπί-σκηνος, ον σκηνή
at or before the tent, i. e. public, Soph.