ἐπαρίστερος: Difference between revisions

From LSJ

δέξηται, δέχονται, ύπεδέξατο, προσδέχεται → should receive, receive, received, receives

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui est à gauche;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> gauche, maladroit.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἀριστερός]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui est à gauche;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> gauche, maladroit.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἀριστερός]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπᾰρίστερος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[находящийся слева]]: τὰ ἐπαρίστερα, [[varia lectio|v.l.]] τὰ ἐπ᾽ [[ἀριστερά]] (sc. μέρη) Her. левая часть;<br /><b class="num">2)</b> [[неловкий]], [[неумелый]], [[неуклюжий]], Arst., Diod., Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπᾰρίστερος:''' -ον, <b class="num">I.</b> αυτός που βρίσκεται προς τα αριστερά, στο αριστερό [[χέρι]], <i>τὰ ἐπαρίστερα</i>, ως επίρρ., Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., [[αδέξιος]], [[ακατάλληλος]], [[ατζαμής]], Γαλλ. gauche, σε Πλούτ.
|lsmtext='''ἐπᾰρίστερος:''' -ον, <b class="num">I.</b> αυτός που βρίσκεται προς τα αριστερά, στο αριστερό [[χέρι]], <i>τὰ ἐπαρίστερα</i>, ως επίρρ., Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., [[αδέξιος]], [[ακατάλληλος]], [[ατζαμής]], Γαλλ. gauche, σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπᾰρίστερος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[находящийся слева]]: τὰ ἐπαρίστερα, [[varia lectio|v.l.]] τὰ ἐπ᾽ [[ἀριστερά]] (sc. μέρη) Her. левая часть;<br /><b class="num">2)</b> [[неловкий]], [[неумелый]], [[неуклюжий]], Arst., Diod., Plut.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἐπ-ᾰρίστερος, ον<br /><b class="num">I.</b> [[towards]] the [[left]], on the [[left]] [[hand]], τὰ ἐπαρίστερα as adv., Hdt.<br /><b class="num">II.</b> metaph. lefthanded, [[awkward]], French [[gauche]], Plut.
|mdlsjtxt=ἐπ-ᾰρίστερος, ον<br /><b class="num">I.</b> [[towards]] the [[left]], on the [[left]] [[hand]], τὰ ἐπαρίστερα as adv., Hdt.<br /><b class="num">II.</b> metaph. lefthanded, [[awkward]], French [[gauche]], Plut.
}}
}}

Revision as of 19:41, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπᾰρίστερος Medium diacritics: ἐπαρίστερος Low diacritics: επαρίστερος Capitals: ΕΠΑΡΙΣΤΕΡΟΣ
Transliteration A: eparísteros Transliteration B: eparisteros Transliteration C: eparisteros Beta Code: e)pari/steros

English (LSJ)

ον, A towards the left, on the left hand, τὰ ἐπαρίστερα (nisi scrib. ἐπ' ἀρ-) Hdt.2.36,93,4.191; but ἐπὶ τὰ ἀριστερά Id.2.36. 2 written from right to left, Tab.Defix.67a8 (iii B. C.). II left-handed, D.C.72.19: usually metaph., 'gauche', Ephipp.23; ἐ. ἔμαθες γράμματα at the wrong end, Theognet.1.7; βουλεύματα D.S.8Fr.5; ἐ. Κάτωνες awkward imitators of Cato, Plu.Cat.Ma.19. Adv. -ρως, λαμβάνειν τι Men.325.2; τὴν τύχην δεξιὰν παρισταμένην ἐ. λαμβάνειν Plu.2.467c.

German (Pape)

[Seite 904] links; übertr., linkisch, ungeschickt, Ggstz ἀμφιδέξιος, Ath. IV, 179 f u. a. Sp.; s. Lob. zu Phryn. 259, wo es wie Poll. 2, 160 als ein schlechtes Wort verworfen wird; ἐπαρίστερ' ἔμαθες γράμματα Theognet. Ath. XV, 671 b. – Adv., λαμβάνεις Men. Clem. Al. strom. 2 p. 181; Plut. tranquill. an. 7.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui est à gauche;
2 fig. gauche, maladroit.
Étymologie: ἐπί, ἀριστερός.

Russian (Dvoretsky)

ἐπᾰρίστερος:
1) находящийся слева: τὰ ἐπαρίστερα, v.l. τὰ ἐπ᾽ ἀριστερά (sc. μέρη) Her. левая часть;
2) неловкий, неумелый, неуклюжий, Arst., Diod., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπᾰρίστερος: -ον, πρὸς τὴν ἀριστερὰν χεῖρα, πρὸς τὰ ἀριστερά, τὰ ἐπαρίστερα Ἡρόδ. 2. 93., 4. 191· ἀλλ, ἐπὶ τὰ ἀριστερὰ ὁ αὐτὸς 2. 36. ΙΙ. μεταφ., ἀδέξιος, ἀνεπιτήδιος, ἀνάποδος, ἐπαρίστερ’ ἐν τῷ στόματι τὴν γλῶτταν φορεῖς Ἔφιππ. ἐν «Φιλύρᾳ» 3· ἐπαρίστερ’ ἔμαθες, ὦ πόνηρε, γράμματα Θεόγνητος ἐν «Φάσμασι» 1. 7· βουλεύματα Διοδ. Ἀποσπ. (Ἐκλογ. Βατ.) σ. 5· ἐπαρίστεροι Κάτωνες, ἀδέξιοι μιμηταὶ τοῦ Κάτωνος, Πλουτ. Κάτων Πρεσβύτ. 19. - Καθ’ Ἡσύχ. «ἐπαρίστερα· κακά. ἀηδῆ». - Ἐπίρρ. λαμβάνειν τι ἐπαριστέρως Μένανδρ. ἐν «Μισογύνῃ» 1 (ἔνθα ὁ Meineke ἔχει ἐπαριστερῶς)· πρβλ. Πλούτ. 2. 467C. - Πρβλ. Λοβ. Φρύν. 259.

Greek Monolingual

ἐπαρίστερος, -ον (Α)
1. αυτός που βρίσκεται προς τα αριστερά
2. ο γραμμένος από αριστερά προς τα δεξιά
3. αριστερόχειρας, ζερβοχέρης
4. μτφ. αδέξιος, ανεπιτήδειος, ανάποδος («ἐπαρίστερα βουλεύματα», Πλούτ.)
5. επίρρ. ἐπαριστέρως
αδέξια, ανεπιτήδεια.

Greek Monotonic

ἐπᾰρίστερος: -ον, I. αυτός που βρίσκεται προς τα αριστερά, στο αριστερό χέρι, τὰ ἐπαρίστερα, ως επίρρ., Ηρόδ.
II. μεταφ., αδέξιος, ακατάλληλος, ατζαμής, Γαλλ. gauche, σε Πλούτ.

Middle Liddell

ἐπ-ᾰρίστερος, ον
I. towards the left, on the left hand, τὰ ἐπαρίστερα as adv., Hdt.
II. metaph. lefthanded, awkward, French gauche, Plut.