ἐπιλλίζω: Difference between revisions

From LSJ

Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft

Menander, Monostichoi, 487
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=faire signe des yeux à, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἰλλός]].
|btext=faire signe des yeux à, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἰλλός]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιλλίζω:''' [[мигать]], [[подмигивать]] (τινί Hom.; ὣς φάτ᾽ ἐπιλλίζων, sc. [[Ἑρμῆς]] HH).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιλλίζω:''' μόνο στον ενεστ., κάνω [[νεύμα]] σε κάποιον με το [[μάτι]], [[ανοιγοκλείνω]] το [[μάτι]], σε Ομήρ. Οδ.· κάνω πονηρό [[νεύμα]], σε Ομηρ. Ύμν.
|lsmtext='''ἐπιλλίζω:''' μόνο στον ενεστ., κάνω [[νεύμα]] σε κάποιον με το [[μάτι]], [[ανοιγοκλείνω]] το [[μάτι]], σε Ομήρ. Οδ.· κάνω πονηρό [[νεύμα]], σε Ομηρ. Ύμν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιλλίζω:''' [[мигать]], [[подмигивать]] (τινί Hom.; ὣς φάτ᾽ ἐπιλλίζων, sc. [[Ἑρμῆς]] HH).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />to make signs to one by winking, Od.: to [[wink]] roguishly, Hhymn. only in pres.,]
|mdlsjtxt=<br />to make signs to one by winking, Od.: to [[wink]] roguishly, Hhymn. only in pres.,]
}}
}}

Revision as of 19:45, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιλλίζω Medium diacritics: ἐπιλλίζω Low diacritics: επιλλίζω Capitals: ΕΠΙΛΛΙΖΩ
Transliteration A: epillízō Transliteration B: epillizō Transliteration C: epillizo Beta Code: e)pilli/zw

English (LSJ)

(ἰλλός) A make signs to one by winking, οὐκ ἀΐεις ὅτι δή μοι ἐπιλλίζουσιν ἅπαντες Od.18.11; wink roguishly, h.Merc.387; look askance, A.R.1.486: c. dat., mock at, Id.4.389: c.acc.et dat., τινὶ κερτομίας Id.3.791. 2. blink, when drowsy, Nic.Th.163.

German (Pape)

[Seite 958] mit dem Auge zuwinken, zublinzen, οὐκ ἀΐεις ὅτι δή μοι ἐπιλλίζουσιν ἅπαντες Od. 18, 11, Schol. διανεύουσι τοῖς ὀφθαλμοῖς (ἴλλοι = ὀφθαλμοί); vgl. H. h. Merc. 387, wo es Ausdruck der List u. Schalkheit ist; spöttisch anblinzeln, καί μιν ἐπιλλίζων ἠμείβετο κερτομίοισιν Ap. Rh. 4, 486; fut. ἐπιλλίξω 3, 791; – ὑπναλέοις ἐπιλλίζουσα ὄσσοις Nic. Th. 161, Schol. συνεχῶς τοῖς ὄμμασιν ἐπινεύουσα. – Auch med., die Augen zusammendrücken, um Etwas zu sehen, Aristocles bei Euseb. praep. ev. 14 p. 762. S. auch die folgdn Wörter.

French (Bailly abrégé)

faire signe des yeux à, τινι.
Étymologie: ἐπί, ἰλλός.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιλλίζω: мигать, подмигивать (τινί Hom.; ὣς φάτ᾽ ἐπιλλίζων, sc. Ἑρμῆς HH).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιλλίζω: διανεύω, κάμνω νεύματα διὰ τοῦ ὀφθαλμοῦ, «κάμνω ’μάτι», οὐκ ἀΐεις, ὅτι δή μοι ἐπιλλίζουσιν ἅπαντες, «τοῖς ὄμμασι διανεύουσι» (Σχόλ.), Ὀδ. Σ. 11· διανεύω μετὰ πονηρίας, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 387· ἐπιλλίζουσιν ὀπίσσω κερτομίας, «καταμωκεύουσι, κυρίως δὲ τὸ τοὺς ὀφθαλμοὺς ἐπικλίνειν καταμωκώμενον» (Σχόλ.), Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 791. 2) σκαρδαμύττω, ἐπιμύω, κλείω ἐν μέρει τοὺς ὀφθαλμοὺς ὡς νυστάζων, Νικ. Θηρ. 161. 3) συστέλλω τοὺς ὀφθαλμοὺς ὅπως ἴδω μετὰ προσοχῆς τι, Ἀριστοκλ. παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Πρ. 14, σ. 762. Πρβλ. ἰλλός, ἐπιλώπτω, κτλ.

English (Autenrieth)

wink to, Od. 18.11†.

Greek Monolingual

ἐπιλλίζω (Α) έπιλλος
1. γνέφω, κλείνω το μάτι
2. κλείνω τα μάτια σαν να νυστάζω
3. κλείνω τα μάτια για να δω κάτι με προσοχή.

Greek Monotonic

ἐπιλλίζω: μόνο στον ενεστ., κάνω νεύμα σε κάποιον με το μάτι, ανοιγοκλείνω το μάτι, σε Ομήρ. Οδ.· κάνω πονηρό νεύμα, σε Ομηρ. Ύμν.

Middle Liddell


to make signs to one by winking, Od.: to wink roguishly, Hhymn. only in pres.,]