ἐπινήχομαι: Difference between revisions

From LSJ

Μήποτε λάβῃς γυναῖκας εἰς συμβουλίαν → Consilia versas? Noli admittere mulierem → Zieh niemals Frauen zur Beratung mit hinzu

Menander, Monostichoi, 355
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<b>1</b> nager sur, flotter sur, τινι;<br /><b>2</b> <i>en parl. de la voix</i> se faire entendre sur l'eau;<br /><b>3</b> nager vers, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[νήχω]].
|btext=<b>1</b> nager sur, flotter sur, τινι;<br /><b>2</b> <i>en parl. de la voix</i> se faire entendre sur l'eau;<br /><b>3</b> nager vers, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[νήχω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπινήχομαι:''' дор. [[ἐπινάχομαι]]<br /><b class="num">1)</b> (по чему-л.) плавать, плыть Batr., Anth.;<br /><b class="num">2)</b> [[доноситься]] (παιδὸς ἐπενάχετο [[φωνά]] Theocr.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπινήχομαι:''' μέλ. <i>-ξομαι</i>, αποθ., [[κολυμπώ]] στην [[επιφάνεια]], σε Βατραχομ.· <i>ἐπενάχετο φωνά</i>, η [[φωνή]] ανήλθε από τον Κάτω Κόσμο, σε Θεόκρ.
|lsmtext='''ἐπινήχομαι:''' μέλ. <i>-ξομαι</i>, αποθ., [[κολυμπώ]] στην [[επιφάνεια]], σε Βατραχομ.· <i>ἐπενάχετο φωνά</i>, η [[φωνή]] ανήλθε από τον Κάτω Κόσμο, σε Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπινήχομαι:''' дор. [[ἐπινάχομαι]]<br /><b class="num">1)</b> (по чему-л.) плавать, плыть Batr., Anth.;<br /><b class="num">2)</b> [[доноситься]] (παιδὸς ἐπενάχετο [[φωνά]] Theocr.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ξομαι<br />Dep. to [[swim]] [[upon]], Batr.; ἐπενάχετο φωνά the [[voice]] came up to [[earth]], Theocr.
|mdlsjtxt=fut. ξομαι<br />Dep. to [[swim]] [[upon]], Batr.; ἐπενάχετο φωνά the [[voice]] came up to [[earth]], Theocr.
}}
}}

Revision as of 19:45, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπινήχομαι Medium diacritics: ἐπινήχομαι Low diacritics: επινήχομαι Capitals: ΕΠΙΝΗΧΟΜΑΙ
Transliteration A: epinḗchomai Transliteration B: epinēchomai Transliteration C: epinichomai Beta Code: e)pinh/xomai

English (LSJ)

Dor.ἐπινεφελ-νάχ-[ᾱ], A swim upon, πόντῳ Batr.107, cf.Cerc. 17.11; flow over, τοῖς πεδίοις Hdn.8.4.3; παιδὸς ἐπενάχετο φωνά floated on the stream, Theoc.23.61; float, ὑγρὸν -όμενον ταῖς κρήναις Dsc.1.73, cf. Sor.1.115, Alex.Aphr.Pr.1.22; opp. καταδύεσθαι, Gp. 7.8.2; of Noah, Ph.1.455; ἀέρι ib.602: metaph., ib.166, Dam.Pr. 270. 2. swim to or over to, c. acc., Call.Del.21. 3. swim against, attack, ἄλλῳ ἐ. ἄλλος πότμον ἄγων Opp.H.2.46.

German (Pape)

[Seite 965] darauf-, darüber hin schwimmen, πόντῳ Batrach. 106; ἐπενάχετο Theocr. 23, 61; Leon. Al. 15 (IX, 42); auch Hdn. 8, 4, 11; – an Etwas heranschwimmen, νῆσον Callim. Del. 21.

French (Bailly abrégé)

1 nager sur, flotter sur, τινι;
2 en parl. de la voix se faire entendre sur l'eau;
3 nager vers, acc..
Étymologie: ἐπί, νήχω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπινήχομαι: дор. ἐπινάχομαι
1) (по чему-л.) плавать, плыть Batr., Anth.;
2) доноситься (παιδὸς ἐπενάχετο φωνά Theocr.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπινήχομαι: μέλλ. -ξομαι, Ἀποθ., νήχομαι, κολυμβῶ εἰς τὴν ἐπιφάνειαν, μέσῳ δ’ ἐπενήχετο πόντῳ Βατραχομ. 107· πλημμυρίζω, κατακλύζω, τοῖς πεδίοις Ἡρῳδιαν. 8. 4· παιδὸς δ’ ἐπενάχετο φωνά, ὅ. ἐ. ἀνήρχοντο ἐκ τοῦ κάτω κόσμου, Θεόκρ. 23. 61· ἁπλῶς, ἐπιπολάζω, ἐπιπλέω, Φίλων 1. 14. 2) κολυμβῶ πρὸς ἢ εἰς, μετ’ αἰτ., Σαρδὼ θ’ ἱμερόεσσα, καὶ ἣν ἐπενήξατο Κύπρις Καλλ. εἰς Δῆλ. 21.

Greek Monolingual

ἐπινήχομαι (AM) (Α και δωρ. τ. ἐπινάχομαι)
1. κολυμπώ στην επιφάνεια
2. επιπλέω, βρίσκομαι στην επιφάνεια
3. επαναπαύομαι («ἀθλίοις ἐπινήχεσθαι λογισμοῖς»)
αρχ.
1. ανέρχομαι, ακούγομαι μέσα από το νερό («παιδὸς ἐπενάχετο φωνά», (Θεόκρ.)
2. πλημμυρίζω, κατακλύζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + νήχομαι «κολυμπώ», παράλλ. τ. του νέω (III) «κολυμπώ»].

Greek Monotonic

ἐπινήχομαι: μέλ. -ξομαι, αποθ., κολυμπώ στην επιφάνεια, σε Βατραχομ.· ἐπενάχετο φωνά, η φωνή ανήλθε από τον Κάτω Κόσμο, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

fut. ξομαι
Dep. to swim upon, Batr.; ἐπενάχετο φωνά the voice came up to earth, Theocr.