ἐπιταχύνω: Difference between revisions

From LSJ

φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=hâter, presser.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ταχύνω]].
|btext=hâter, presser.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ταχύνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιτᾰχύνω:''' (ῡ) ускорять, торопить (τὴν πορείαν Plut.): ἐ. τινὰ τῆς ὁδοῦ Thuc. заставлять кого-л. ускорять ход.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιτᾰχύνω:''' [ῡ], μέλ. <i>-ῠνῶ</i>, [[επισπεύδω]], [[επείγω]], ωθώ προς τα [[εμπρός]], σε Θουκ.
|lsmtext='''ἐπιτᾰχύνω:''' [ῡ], μέλ. <i>-ῠνῶ</i>, [[επισπεύδω]], [[επείγω]], ωθώ προς τα [[εμπρός]], σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιτᾰχύνω:''' (ῡ) ускорять, торопить (τὴν πορείαν Plut.): ἐ. τινὰ τῆς ὁδοῦ Thuc. заставлять кого-л. ускорять ход.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ῠνῶ<br />to [[hasten]] on, [[urge]] [[forward]], Thuc.
|mdlsjtxt=fut. ῠνῶ<br />to [[hasten]] on, [[urge]] [[forward]], Thuc.
}}
}}

Revision as of 19:50, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιτᾰχύνω Medium diacritics: ἐπιταχύνω Low diacritics: επιταχύνω Capitals: ΕΠΙΤΑΧΥΝΩ
Transliteration A: epitachýnō Transliteration B: epitachynō Transliteration C: epitachyno Beta Code: e)pitaxu/nw

English (LSJ)

hasten on, urge forward, τινὰ τῆς ὁδοῦ Th.4.47; τὸν πόλεμον, τὴν ὁδόν, Plu.Per.29, Hdn.2.11.1; τὴν φράσιν making it rapid, Plu.2.1011e; τὴν σύνθεσιν D.H.Comp.20; τῇ Ἑλλάδι τὴν πεπρωμένην Paus.8.51.4:—Pass., ὑπὸ μαστίγων -όμενος Plu.Ant. 68.

German (Pape)

[Seite 989] beschleunigen, antreiben, μαστιγοφόροι ἐπετάχυνον τῆς ὁδοῦ τοὺς σχολαίτερον προσιόντας Thuc. 4, 47; τὸν πόλεμον Plut. Pericl. 29; a. Sp., wie Hdn. τὴν ὁδόν 2, 11, 2; τὴν πεπρωμένην Paus. 8, 51, 4.

French (Bailly abrégé)

hâter, presser.
Étymologie: ἐπί, ταχύνω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιτᾰχύνω: (ῡ) ускорять, торопить (τὴν πορείαν Plut.): ἐ. τινὰ τῆς ὁδοῦ Thuc. заставлять кого-л. ускорять ход.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιτᾰχύνω: ἐπισπεύδω, τινὰ τῆς ὁδοῦ Θουκ. 4. 47· τὸν πόλεμον, τὴν πορείαν, Πλουτ. Περικλ. 29, κτλ. τὴν φράσιν, καθιστῶ αὐτὴν ταχεῖαν, τρέχουσαν, ὁ αὐτ. 2. 1011Ε· τῇ Ἑλλάδι τὴν πεπρωμένην Παυσ. 8. 51, 4. ― Παθ., ὑπὸ μαστίγων ἐπιταχυνομένους Πλουτ. Ἀντών. 68.

Greek Monolingual

ἐπιταχύνω) ταχύνω
αυξάνω την ταχύτητα, επισπεύδω, κάνω ταχύτερη μια κίνηση ή ενέργεια (α. «επιταχύνω το βήμα» β. «επιταχύνω την επιστροφή» γ. «Ποτίδαια ἀπoστᾱσα καὶ πολιορκουμένη μᾶλλον ἐπετάχυνε τὸν πόλεμον», Πλούτ.)
αρχ.
φρ. «επιταχύνω φράσιν ή σύνθεσιν» — καθιστώ τη φράση ή τη σύνθεση ρέουσα.

Greek Monotonic

ἐπιτᾰχύνω: [ῡ], μέλ. -ῠνῶ, επισπεύδω, επείγω, ωθώ προς τα εμπρός, σε Θουκ.

Middle Liddell

fut. ῠνῶ
to hasten on, urge forward, Thuc.