ἐτνοδόνος: Difference between revisions

From LSJ

Oἷς ὁ βιος ἀεὶ φόβων καὶ ὑποψίας ἐστὶ πλήρης, τούτοις οὔτε πλοῦτος οὔτε δόξα τέρψιν παρέχει. → To those for whom life is always full of fears and suspicion, neither wealth nor fame offers pleasure.

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui remue la purée.<br />'''Étymologie:''' [[ἔτνος]], [[δονέω]].
|btext=ος, ον :<br />qui remue la purée.<br />'''Étymologie:''' [[ἔτνος]], [[δονέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐτνοδόνος:''' [[служащий для размешивания похлебки]] ([[τορύνη]] Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐτνοδόνος:''' -ον ([[δονέω]]), αυτός που ανακατεύει τον ζωμό, [[τορύνη]], σε Ανθ.
|lsmtext='''ἐτνοδόνος:''' -ον ([[δονέω]]), αυτός που ανακατεύει τον ζωμό, [[τορύνη]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐτνοδόνος:''' [[служащий для размешивания похлебки]] ([[τορύνη]] Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἐτνο-δόνος, ον [[δονέω]]<br />[[soup]]-[[stirring]], [[τορύνη]] Anth.
|mdlsjtxt=ἐτνο-δόνος, ον [[δονέω]]<br />[[soup]]-[[stirring]], [[τορύνη]] Anth.
}}
}}

Revision as of 20:00, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐτνοδόνος Medium diacritics: ἐτνοδόνος Low diacritics: ετνοδόνος Capitals: ΕΤΝΟΔΟΝΟΣ
Transliteration A: etnodónos Transliteration B: etnodonos Transliteration C: etnodonos Beta Code: e)tnodo/nos

English (LSJ)

ον, soup-stirring, τορύνα AP6.305 (Leon.), 306 (Aristo).

German (Pape)

[Seite 1052] τορύνη, Brei erschütternd, umrührend, Conj. für ἐτνοδόκος, Leon. Tar. 14; Aristo. 1 (VI, 305. 306); vgl. Schol. Ar. Equ. 980.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui remue la purée.
Étymologie: ἔτνος, δονέω.

Russian (Dvoretsky)

ἐτνοδόνος: служащий для размешивания похлебки (τορύνη Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐτνοδόνος: -ον, ὁ ἀνακυκῶν, ἀνακατώνων τὸ ἔτνος, τορύνη Ἀνθ. Π. 6. 305· ἐτνοδόνον τορύναν αὐτόθι 306.

Greek Monolingual

ἐτνοδόνος, -ον (ΑΜ)
αυτός που ανακατεύει τη σούπα, τον χυλό («ἐτνοδόνος τορύνη», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < έτνος «πυκνός ζωμός» + -δονος (< δονώ), πρβλ. πολύ-δονος].

Greek Monotonic

ἐτνοδόνος: -ον (δονέω), αυτός που ανακατεύει τον ζωμό, τορύνη, σε Ανθ.

Middle Liddell

ἐτνο-δόνος, ον δονέω
soup-stirring, τορύνη Anth.