ἔγχουσα: Difference between revisions

From LSJ

οἴκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → the person who is well satisfied should stay at home

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br /><i>att.</i><br />plante, <i>c.</i> [[ἄγχουσα]].
|btext=ης (ἡ) :<br /><i>att.</i><br />plante, <i>c.</i> [[ἄγχουσα]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἔγχουσα:''' ἡ Arph., Xen. = [[ἄγχουσα]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἔγχουσα:''' ἡ, το [[φυτό]] [[ἄγχουσα]], από τη [[ρίζα]] του οποίου παράγεται κόκκινη [[βαφή]], σε Ξεν. (άγν. προέλ.).
|lsmtext='''ἔγχουσα:''' ἡ, το [[φυτό]] [[ἄγχουσα]], από τη [[ρίζα]] του οποίου παράγεται κόκκινη [[βαφή]], σε Ξεν. (άγν. προέλ.).
}}
{{elru
|elrutext='''ἔγχουσα:''' ἡ Arph., Xen. = [[ἄγχουσα]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἔγχουσα]], ἡ,<br />the [[plant]] alkanet, the [[root]] of [[which]] yields a red dye, Xen. [deriv. uncertain]
|mdlsjtxt=[[ἔγχουσα]], ἡ,<br />the [[plant]] alkanet, the [[root]] of [[which]] yields a red dye, Xen. [deriv. uncertain]
}}
}}

Revision as of 20:10, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔγχουσα Medium diacritics: ἔγχουσα Low diacritics: έγχουσα Capitals: ΕΓΧΟΥΣΑ
Transliteration A: énchousa Transliteration B: enchousa Transliteration C: egchousa Beta Code: e)/gxousa

English (LSJ)

ἡ, Att. for ἄγχουσα (q.v.), Ar.Lys.48, X.Oec.10.2.

Spanish (DGE)

v. ἄγχουσα.

German (Pape)

[Seite 714] ἡ, = ἄγχουσα, Xen. Oec. 10, 2 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
att.
plante, c. ἄγχουσα.

Russian (Dvoretsky)

ἔγχουσα: ἡ Arph., Xen. = ἄγχουσα.

Greek (Liddell-Scott)

ἔγχουσα: ἡ, Ἀττ. ἀντὶ ἄγχουσα, φυτὸν ἐκ τῆς ῥίζης τοῦ ὁποίου ἐξάγεται ἐρυθρὰ βαφή, Ἀριστοφ. Λυσ. 48, Ξεν. Οἰκ. 10, 2.· ἄγχουσα, ἐν Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 7. 8, 3, διαφ. γραφ. ἐν Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 309. 3. Καθ’ Ἡσύχ. «ἄγχουσα· ῥίζα τις (ᾗ) παρειὰς ἐρυθραίνουσιν αἱ γυναῖκες».

Greek Monotonic

ἔγχουσα: ἡ, το φυτό ἄγχουσα, από τη ρίζα του οποίου παράγεται κόκκινη βαφή, σε Ξεν. (άγν. προέλ.).

Middle Liddell

ἔγχουσα, ἡ,
the plant alkanet, the root of which yields a red dye, Xen. [deriv. uncertain]