ἔφυδρος: Difference between revisions

From LSJ

Τιμώμενοι γὰρ πάντες ἥδονται βροτοί → Omnes enim homines honorari expetunt → Denn alle Menschen sehen sich recht gern geehrt

Menander, Monostichoi, 513
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui apporte la pluie <i>ou</i> l'humidité (vent d'ouest);<br /><b>2</b> abondant en eau <i>ou</i> en sources.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ὕδωρ]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui apporte la pluie <i>ou</i> l'humidité (vent d'ouest);<br /><b>2</b> abondant en eau <i>ou</i> en sources.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ὕδωρ]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἔφυδρος:''' ион. [[ἔπυδρος]] 2<br /><b class="num">1)</b> [[влажный]], [[несущий влагу]] ([[Ζέφυρος]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[влажный]], [[сырой]] (τόποι Arst.);<br /><b class="num">3)</b> [[орошаемый]] (γῆ ἔ. πίδαξι Her.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἔφυδρος:''' Ιων. ἔπ-, -ον ([[ὕδωρ]]),·<br /><b class="num">1.</b> [[υγρός]], [[νοτερός]], [[βροχερός]], λέγεται για τον δυτικό άνεμο, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> ο [[καλά]] αρδευόμενος, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ἔφυδρος:''' Ιων. ἔπ-, -ον ([[ὕδωρ]]),·<br /><b class="num">1.</b> [[υγρός]], [[νοτερός]], [[βροχερός]], λέγεται για τον δυτικό άνεμο, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> ο [[καλά]] αρδευόμενος, σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἔφυδρος:''' ион. [[ἔπυδρος]] 2<br /><b class="num">1)</b> [[влажный]], [[несущий влагу]] ([[Ζέφυρος]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[влажный]], [[сырой]] (τόποι Arst.);<br /><b class="num">3)</b> [[орошаемый]] (γῆ ἔ. πίδαξι Her.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ὕδωρ]]<br /><b class="num">1.</b> wet, [[moist]], [[rainy]], of the [[west]] [[wind]], Od.<br /><b class="num">2.</b> well-[[watered]], Hdt.
|mdlsjtxt=[[ὕδωρ]]<br /><b class="num">1.</b> wet, [[moist]], [[rainy]], of the [[west]] [[wind]], Od.<br /><b class="num">2.</b> well-[[watered]], Hdt.
}}
}}

Revision as of 20:15, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔφυδρος Medium diacritics: ἔφυδρος Low diacritics: έφυδρος Capitals: ΕΦΥΔΡΟΣ
Transliteration A: éphydros Transliteration B: ephydros Transliteration C: efydros Beta Code: e)/fudros

English (LSJ)

Ion. ἔπ-, ον, (ὕδωρ) A moist, rainy, of the west wind, Od.14.458; ἡμέρα Aristid.Or.48 (24).50. 2 abounding in water, [γῆ] ἔπυδρος πίδαξι Hdt.4.198, cf. Hp.Aër.1, Arist.Mete.347a31, Dsc.1.15. 3 living on the water, νῆτται Philostr.Im.1.9 (cf. ἐπίϋδρος).

German (Pape)

[Seite 1123] ion. ἔπυδρος, feucht, naß, ζέφυρος Od. 14, 458; γῆ ἔπυδρος πίδαξι Her. 4, 198; so bes. von Oertern auch τὰ ἔφυδρα allein, Theophr.; – wassersüchtig, Hippocr. – Sp. auch = an, bei dem Wasser, Philostr.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui apporte la pluie ou l'humidité (vent d'ouest);
2 abondant en eau ou en sources.
Étymologie: ἐπί, ὕδωρ.

Russian (Dvoretsky)

ἔφυδρος: ион. ἔπυδρος 2
1) влажный, несущий влагу (Ζέφυρος Hom.);
2) влажный, сырой (τόποι Arst.);
3) орошаемый (γῆ ἔ. πίδαξι Her.).

Greek (Liddell-Scott)

ἔφυδρος: Ἰων. ἔπυδρος, ον, (ὕδωρ) ὑγρός, βροχερός, ἐπὶ τοῦ δυτικοῦ ἀνέμου, Ζέφυρος μέγας αἰὲν ἔφυδρος Ὀδ. Ξ. 458· πρβλ. τὸ τοῦ Οὐεργιλίου Orion aquosus. 2) ἔχων ἄφθονον ὕδωρ, γῆ ἔπυδρος πίδαξι Ἡρόδ. 4. 198, πρβλ. Ἱππ. π. Ἀέρ. 280, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 10, 3, κ. ἀλλ. 3) ὑδρωπικός, Ἱππ. (;) 4) ζῶν ἐπ’ τοῦ ὕδατος, νῆττα Φιλόστρ. 776.

English (Autenrieth)

(ὕδωρ): wet, rainy, Od. 14.458†.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ἔφυδρος, -ον, Α ιων. τ. ἔπυδρος, -ον)
υγρός, βροχερός
αρχ.
1. (για τον δυτικό άνεμο) νοτερός, αυτός που φέρνει βροχή («αὐτὰρ ἄη Ζέφυρος μέγας αἰὲν ἔφυδρος», Ομ. Οδ.)
2. αυτός που έχει άφθονο νερό («μελάγγαιός τε γάρ ἐστι καὶ ἔπυδρος πίδαξι», Ηρόδ.)
3. υδρόβιος, αυτός που ζει πάνω ή μέσα στο νερό («ὁρᾷς γάρ που τὰς νήττας ὡς ἔφυδροι διολισθαίνουσι», Φιλόστρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -υδρος (< ὕδωρ)].

Greek Monotonic

ἔφυδρος: Ιων. ἔπ-, -ον (ὕδωρ),·
1. υγρός, νοτερός, βροχερός, λέγεται για τον δυτικό άνεμο, σε Ομήρ. Οδ.
2. ο καλά αρδευόμενος, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

ὕδωρ
1. wet, moist, rainy, of the west wind, Od.
2. well-watered, Hdt.