ἑλικοδρόμος: Difference between revisions
εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> à la courbe sinueuse;<br /><b>2</b> circulaire.<br />'''Étymologie:''' [[ἑλικός]], [[δραμεῖν]]. | |btext=ος, ον :<br /><b>1</b> à la courbe sinueuse;<br /><b>2</b> circulaire.<br />'''Étymologie:''' [[ἑλικός]], [[δραμεῖν]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἑλῐκοδρόμος:''' [[вращающийся]] ([[τροχός]] Eur. - [[varia lectio|v.l.]] ἕλκει δρόμον). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἑλῐκοδρόμος:''' -ον, αυτός που τρέχει στριφογυριστά, [[κυκλικός]], [[περιστροφικός]], [[ελικοειδής]], σε Ευρ. | |lsmtext='''ἑλῐκοδρόμος:''' -ον, αυτός που τρέχει στριφογυριστά, [[κυκλικός]], [[περιστροφικός]], [[ελικοειδής]], σε Ευρ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ἑλῐκο-[[δρόμος]], ον<br />[[running]] in curves, [[circular]], Eur. | |mdlsjtxt=ἑλῐκο-[[δρόμος]], ον<br />[[running]] in curves, [[circular]], Eur. | ||
}} | }} |
Revision as of 20:20, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, running in curves, twisting, Orph.H.9.10; circular, E.Ba.1067 (cj. for ἕλκει δρόμον).
Spanish (DGE)
(ἑλῐκοδρόμος) -ον
1 que describe un círculo τόρνῳ γραφόμενος περιφορὰν ἑλικοδρόμον E.Ba.1067.
2 que se mueve en órbita circular de la Luna, Max.61, Man.4.146, Orph.H.9.10.
German (Pape)
[Seite 797] in Windungen, Krümmungen lausend; Orph. H. 8, 10; auch Eur. Bacch. 1067 nach Conj.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 à la courbe sinueuse;
2 circulaire.
Étymologie: ἑλικός, δραμεῖν.
Russian (Dvoretsky)
ἑλῐκοδρόμος: вращающийся (τροχός Eur. - v.l. ἕλκει δρόμον).
Greek (Liddell-Scott)
ἑλῐκοδρόμος: -ον, τρέχων ἑλικοειδῶς, συστρεφόμενος, Ὀρφ. Ὕμν. 8. 10· κυκλοτερής, περιφορὰν ἑλκιδρόμον Εὐρ. Βάκχ. 1067 (κατὰ διόρθωσιν τοῦ Ρεϊσκίου ἀντὶ ἕλκει δρόμον).
Greek Monolingual
ἑλικοδρόμος, -ον (Α)
1. αυτός που τρέχει ελικοειδώς
2. κυκλικός.
Greek Monotonic
ἑλῐκοδρόμος: -ον, αυτός που τρέχει στριφογυριστά, κυκλικός, περιστροφικός, ελικοειδής, σε Ευρ.