ἡβητήριον: Difference between revisions
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (τό) :<br />lieu de réunion et de divertissement pour la jeunesse.<br />'''Étymologie:''' [[ἡβάω]]. | |btext=ου (τό) :<br />lieu de réunion et de divertissement pour la jeunesse.<br />'''Étymologie:''' [[ἡβάω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἡβητήριον:''' τό [[гебетерий]], [[место для собраний и увеселений молодежи]] Plut. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἡβητήριον:''' τό, [[μέρος]] στο οποίο συναντώνται οι νέοι για να φάνε και να πιουν, για να ασκηθούν και να ψυχαγωγηθούν, σε Πλούτ. | |lsmtext='''ἡβητήριον:''' τό, [[μέρος]] στο οποίο συναντώνται οι νέοι για να φάνε και να πιουν, για να ασκηθούν και να ψυχαγωγηθούν, σε Πλούτ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ἡβητήριον]], ου, τό,<br />a [[place]] [[where]] [[young]] [[people]] [[meet]], to eat and [[drink]], [[exercise]] and [[amuse]] [[themselves]], Plut. [from [[ἡβητής]] | |mdlsjtxt=[[ἡβητήριον]], ου, τό,<br />a [[place]] [[where]] [[young]] [[people]] [[meet]], to eat and [[drink]], [[exercise]] and [[amuse]] [[themselves]], Plut. [from [[ἡβητής]] | ||
}} | }} |
Revision as of 20:20, 3 October 2022
English (LSJ)
τό, a place where young people meet, for exercise and amusement, Plu.Pomp.40,53, Ath.10.425e, D.C.61.17, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1149] τό, Versammlungsort junger Leute, gew. der Vergnügungsort, Lustort, Plut. Pomp. 40. 53; Ath. X, 438 b (Her. hat dafür ἐνηβητήριον), der auch ibd. 425 e bemerkt, daß die συμπόσια so genannt werden; aber auch zu wissenschaftlichen Uebungen, παιδευτήριον, Suid.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
lieu de réunion et de divertissement pour la jeunesse.
Étymologie: ἡβάω.
Russian (Dvoretsky)
ἡβητήριον: τό гебетерий, место для собраний и увеселений молодежи Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἡβητήριον: τό, τόπος ἔνθα νέοι συνερχόμενοι ἤσθιον, ἔπινον, ἠσκοῦντο καὶ διεσκέδαζον, Πλούτ. Πομπ. 40. 53, πρβλ. Ἀθήν. 425E, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ἡβητήριον, τὸ (Α) ηβητήρ
1. τόπος όπου συγκεντρώνονταν οι έφηβοι για γυμναστική ή διασκέδαση, παιχνίδι
2. συμπόσιο.
Greek Monotonic
ἡβητήριον: τό, μέρος στο οποίο συναντώνται οι νέοι για να φάνε και να πιουν, για να ασκηθούν και να ψυχαγωγηθούν, σε Πλούτ.
Middle Liddell
ἡβητήριον, ου, τό,
a place where young people meet, to eat and drink, exercise and amuse themselves, Plut. [from ἡβητής