Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἰατός: Difference between revisions

From LSJ

Μολὼν λαβέCome and take them

Plutarch, Apophthegmata Laconica 225C12
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />guérissable.<br />'''Étymologie:''' [[ἰάομαι]].
|btext=ή, όν :<br />guérissable.<br />'''Étymologie:''' [[ἰάομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἰᾱτός:''' (ῑ) [adj. verb. к [[ἰάομαι]] излечимый, исцелимый (αἱ ἐν ψυχῇ νόσοι Plat.): γίνεται [[τοῦτο]] καὶ ἰατὸν καὶ ἀνίατον Arst. это (заболевание) бывает то излечимо, то неизлечимо.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἰᾱτός:''' -ή, -όν ([[ἰάομαι]]), αυτός που μπορεί να θεραπευτεί, [[θεραπεύσιμος]], [[ιάσιμος]], σε Πίνδ., Πλάτ.
|lsmtext='''ἰᾱτός:''' -ή, -όν ([[ἰάομαι]]), αυτός που μπορεί να θεραπευτεί, [[θεραπεύσιμος]], [[ιάσιμος]], σε Πίνδ., Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἰᾱτός:''' (ῑ) [adj. verb. к [[ἰάομαι]] излечимый, исцелимый (αἱ ἐν ψυχῇ νόσοι Plat.): γίνεται [[τοῦτο]] καὶ ἰατὸν καὶ ἀνίατον Arst. это (заболевание) бывает то излечимо, то неизлечимо.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἰᾱτός, ή, όν [[ἰάομαι]]<br />[[curable]], Pind., Plat.
|mdlsjtxt=ἰᾱτός, ή, όν [[ἰάομαι]]<br />[[curable]], Pind., Plat.
}}
}}

Revision as of 20:25, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῑ̓ᾱτός Medium diacritics: ἰατός Low diacritics: ιατός Capitals: ΙΑΤΟΣ
Transliteration A: iatós Transliteration B: iatos Transliteration C: iatos Beta Code: i)ato/s

English (LSJ)

[ῑ], ή, όν, curable, Pi.I.8(7).15, Pl.Lg.862c,al.

German (Pape)

[Seite 1234] heilbar, wieder gut zu machen, Plat. Legg. V, 731 c IX, 862 c u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
guérissable.
Étymologie: ἰάομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἰᾱτός: (ῑ) [adj. verb. к ἰάομαι излечимый, исцелимый (αἱ ἐν ψυχῇ νόσοι Plat.): γίνεται τοῦτο καὶ ἰατὸν καὶ ἀνίατον Arst. это (заболевание) бывает то излечимо, то неизлечимо.

Greek (Liddell-Scott)

ἰᾱτός: -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ θεραπεύσῃ, Πινδ. Ι. 8 (7). 30, Πλάτ. Νόμ. 862C, κ. ἀλλ.

English (Slater)

ῑᾱτός curable ἰατὰ δ' ἐστὶ βροτοῖς σύν γ ἐλευθερίᾳ καὶ τά (I. 8.15)

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ ἰατός, -ή, -όν)
ο ιάσιμος, αυτός που μπορεί να θεραπευθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ρηματικό επίθ. σε -τος του ρ. ιάομαι, -ώμαι.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) ανίατος, δυσίατος, ευίατος].
ἰᾱτος, -ον (Α)
1. ο παρασκευασμένος από ία
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰᾱτον
ποτό παρασκευασμένο από μέλι, κρασί και άρωμα ίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ία, πληθ. του ίον «μενεξές»].

Greek Monotonic

ἰᾱτός: -ή, -όν (ἰάομαι), αυτός που μπορεί να θεραπευτεί, θεραπεύσιμος, ιάσιμος, σε Πίνδ., Πλάτ.

Middle Liddell

ἰᾱτός, ή, όν ἰάομαι
curable, Pind., Plat.