ἰδιογνώμων: Difference between revisions

From LSJ

Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik

Menander, Monostichoi, 260
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />qui a son opinion particulière, qui pense par soi-même.<br />'''Étymologie:''' [[ἴδιος]], γνώμή.
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />qui a son opinion particulière, qui pense par soi-même.<br />'''Étymologie:''' [[ἴδιος]], γνώμή.
}}
{{elru
|elrutext='''ἰδιογνώμων:''' 2, gen. ονος (ῐδ) держащийся собственного мнения, не отступающий от собственных взглядов Arst.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἰδιογνώμων:''' -ον, αυτός που πράττει ή ενεργεί βάσει της δικής του βούλησης, της προσωπικής του γνώμης, αυτόγνωμος, [[αυτόβουλος]], σε Αριστ.
|lsmtext='''ἰδιογνώμων:''' -ον, αυτός που πράττει ή ενεργεί βάσει της δικής του βούλησης, της προσωπικής του γνώμης, αυτόγνωμος, [[αυτόβουλος]], σε Αριστ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἰδιογνώμων:''' 2, gen. ονος (ῐδ) держащийся собственного мнения, не отступающий от собственных взглядов Arst.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=holding one's own [[opinion]], Arist.
|mdlsjtxt=holding one's own [[opinion]], Arist.
}}
}}

Revision as of 20:31, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰδῐογνώμων Medium diacritics: ἰδιογνώμων Low diacritics: ιδιογνώμων Capitals: ΙΔΙΟΓΝΩΜΩΝ
Transliteration A: idiognṓmōn Transliteration B: idiognōmōn Transliteration C: idiognomon Beta Code: i)diognw/mwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος, holding one's own opinion, Hp.Aër.24, Phryn.Com.18, Arist.EN1151b12.

German (Pape)

[Seite 1236] ον, nach eigenem Sinne verfahrend, eigensinnig; Phryn. com. B. A. 345, 2; Arist. Nic. Eth. 7, 9, 3 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
qui a son opinion particulière, qui pense par soi-même.
Étymologie: ἴδιος, γνώμή.

Russian (Dvoretsky)

ἰδιογνώμων: 2, gen. ονος (ῐδ) держащийся собственного мнения, не отступающий от собственных взглядов Arst.

Greek (Liddell-Scott)

ἰδιογνώμων: -ον, ὁ πράττων ἢ ἐνεργῶν κατ’ ἰδίαν γνώμην, αὐτογνώμων, ἰδιότροπος, Ἱππ. π. Ἀέρ. 295, Φρύν. Κωμ. ἐν «Μονοτρόπῳ» 1, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 9, 3.

Greek Monolingual

ἰδιογνώμων, -ον (Α)
αυτός που ενεργεί σύμφωνα με τη δική του γνώμη, χωρίς να επηρεάζεται από κανέναν άλλον.
επίρρ...
ἰδιογνωμόνως (ΑΜ)
μσν.
αυθόρμητα
αρχ.
με ξεχωριστή, με προσωπική γνώμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο- + -γνωμων (< γνώμων < γιγνώσκω), πρβλ. ευγνώμων, ισχυρογνώμων.

Greek Monotonic

ἰδιογνώμων: -ον, αυτός που πράττει ή ενεργεί βάσει της δικής του βούλησης, της προσωπικής του γνώμης, αυτόγνωμος, αυτόβουλος, σε Αριστ.

Middle Liddell

holding one's own opinion, Arist.