ἰσώνυμος: Difference between revisions

From LSJ

μέγα γὰρ τὸ τῆς θαλάσσης κράτοςgreat is the power of the country that controls the sea, control of the sea is a great thing, the dominion of the sea is a great matter, the rule of the sea is a great matter, the rule of the sea is indeed a great matter, control of the sea is a paramount advantage

Source
m (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?s)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1274.png Seite 1274]] gleichnamig, Pind. Ol. 9, 69.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1274.png Seite 1274]] gleichnamig, Pind. Ol. 9, 69.
}}
{{elru
|elrutext='''ἰσώνῠμος:''' [[одноименный]] (τινος Pind.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἰσώνυμος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει το ίδιο όνομα με άλλον, [[φερώνυμος]], [[ομώνυμος]] («καλεῖν τινα ἰσώνυμον [[ἔμμεν]] μάτρωος», <b>Πίνδ.</b>)<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- -<i>ώνυμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὄνυμα]] αιολ. και δωρ. τ. του [[ὄνομα]]), [[πρβλ]]. [[ετερώνυμος]], [[ομώνυμος]]].
|mltxt=[[ἰσώνυμος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει το ίδιο όνομα με άλλον, [[φερώνυμος]], [[ομώνυμος]] («καλεῖν τινα ἰσώνυμον [[ἔμμεν]] μάτρωος», <b>Πίνδ.</b>)<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- -<i>ώνυμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὄνυμα]] αιολ. και δωρ. τ. του [[ὄνομα]]), [[πρβλ]]. [[ετερώνυμος]], [[ομώνυμος]]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἰσώνῠμος:''' [[одноименный]] (τινος Pind.).
}}
}}

Revision as of 21:25, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσώνῠμος Medium diacritics: ἰσώνυμος Low diacritics: ισώνυμος Capitals: ΙΣΩΝΥΜΟΣ
Transliteration A: isṓnymos Transliteration B: isōnymos Transliteration C: isonymos Beta Code: i)sw/numos

English (LSJ)

ον, (ὄνομα) bearing the same name as, c. gen., καλεῖν τινα ἰσώνυμον ἔμμεν μάτρωος Pi.O.9.64; ἠελίοιο τροπαῖς ἰσώνυμον [ῑ] e)/rnos, i.e. ἡλιοτρόπιον, Nic.Th.678.

German (Pape)

[Seite 1274] gleichnamig, Pind. Ol. 9, 69.

Russian (Dvoretsky)

ἰσώνῠμος: одноименный (τινος Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

ἰσώνῠμος: -ον, (ὄνομα) ἔχων τὸ αὐτὸ ὄνομα, μετὰ γεν., καλεῖν τινα ἰσώνυμον ἔμμεν μάτρωος Πινδ. Ο. 9. 96. ῑ Νικ. Θηρ. 678.

English (Slater)

ῑσώνῠμος = ὁμώνυμος, with the same name as c. gen., μάτρωος δ' ἐκάλεσσέ μιν ἰσώνυμον ἔμμεν (O. 9.64)

Greek Monolingual

ἰσώνυμος, -ον (Α)
αυτός που έχει το ίδιο όνομα με άλλον, φερώνυμος, ομώνυμος («καλεῖν τινα ἰσώνυμον ἔμμεν μάτρωος», Πίνδ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- -ώνυμος (< ὄνυμα αιολ. και δωρ. τ. του ὄνομα), πρβλ. ετερώνυμος, ομώνυμος].