ἰωγή: Difference between revisions

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br />refuge, abri contre (le vent) gén..<br />'''Étymologie:''' p. *ϜιϜωγή, de la R. Ϝαγ briser &gt; [[ἄγνυμι]], <i>litt.</i> lieu où se brisent le vent <i>ou</i> les vagues.
|btext=ῆς (ἡ) :<br />refuge, abri contre (le vent) gén..<br />'''Étymologie:''' p. *ϜιϜωγή, de la R. Ϝαγ briser &gt; [[ἄγνυμι]], <i>litt.</i> lieu où se brisent le vent <i>ou</i> les vagues.
}}
{{elru
|elrutext='''ἰωγή:''' ἡ укрытие, убежище: Βορέω ὑπ᾽ ἰωγῇ Hom. укрывшись от (досл. под защитой) холодного ветра.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 30: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἰωγή:''' ἡ, [[σκεπή]], <i>Βορέω ὑπ' ἰωγῇ</i>, [[κάτω]] από [[καταφύγιο]] από τον βόρειο άνεμο, σε Ομήρ. Οδ. (αμφίβ. προέλ.).
|lsmtext='''ἰωγή:''' ἡ, [[σκεπή]], <i>Βορέω ὑπ' ἰωγῇ</i>, [[κάτω]] από [[καταφύγιο]] από τον βόρειο άνεμο, σε Ομήρ. Οδ. (αμφίβ. προέλ.).
}}
{{elru
|elrutext='''ἰωγή:''' ἡ укрытие, убежище: Βορέω ὑπ᾽ ἰωγῇ Hom. укрывшись от (досл. под защитой) холодного ветра.
}}
}}
{{etym
{{etym

Revision as of 21:30, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰωγή Medium diacritics: ἰωγή Low diacritics: ιωγή Capitals: ΙΩΓΗ
Transliteration A: iōgḗ Transliteration B: iōgē Transliteration C: iogi Beta Code: i)wgh/

English (LSJ)

ἡ, Ep. word, shelter, Βορέω ὑπ' ἰωγῇ under shelter from the north wind, Od.14.533.

German (Pape)

[Seite 1277] ἡ, Schirm, Schutz, VLL. σκέπη; Βορέω ὑπ' ἰωγῇ, im Schutze gegen den Nordwind, Od. 14, 533. Vgl. ἐπιωγή.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
refuge, abri contre (le vent) gén..
Étymologie: p. *ϜιϜωγή, de la R. Ϝαγ briser > ἄγνυμι, litt. lieu où se brisent le vent ou les vagues.

Russian (Dvoretsky)

ἰωγή: ἡ укрытие, убежище: Βορέω ὑπ᾽ ἰωγῇ Hom. укрывшись от (досл. под защитой) холодного ветра.

Greek (Liddell-Scott)

ἰωγή: ἡ, Ἐπικ. λέξις ὡς τὸ σκέπας, σκέπη, Βορέω ὑπ’ ἰωγή, ὑπὸ σκέπην ἀπὸ τὸν βόρειον ἄνεμον, Ὀδ. Ξ. 533.

English (Autenrieth)

shelter; βορέω, ‘from’ the wind, Od. 14.533†. Cf. ἐπιωγαί.

Spanish

refugio

Greek Monolingual

ἰωγή, ἡ (Α)
σκέπη, στέγη («Βορέω ὑπ' ἰωγῆ» — κάτω από στέγη από τον βόρειο άνεμο, Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. < FıFωγ-ή, από την εκτεταμένη - ετεροιωμένη βαθμίδα (-Fωγ-) του ρ. ἄγνυ-μι (πρβλ. ἐπιωγή) και διπλασιασμό (-). Είναι επίσης πιθ. ο τ. ἰωγή να προήλθε από τη λ. ἐπι-ωγή με εσφαλμένη σύντμηση: ἐπ-ιωγή].

Greek Monotonic

ἰωγή: ἡ, σκεπή, Βορέω ὑπ' ἰωγῇ, κάτω από καταφύγιο από τον βόρειο άνεμο, σε Ομήρ. Οδ. (αμφίβ. προέλ.).

Frisk Etymological English

See also: s. ἐπιωγαί.

Middle Liddell

ἰωγή, ἡ,
shelter, Βορέω ὑπ' ἰωγῇ under shelter from the north-wind, Od. [deriv. uncertain]

Frisk Etymology German

ἰωγή: (ξ 533)
{iōgḗ}
See also: s. ἐπιωγαί.
Page 1,747