ὀνοματώδης: Difference between revisions

From LSJ

Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws

Sophocles, Antigone, 175-7
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0349.png Seite 349]] ες, namenartig, substantivisch, Arist. an. post. 2, 10 u. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0349.png Seite 349]] ες, namenartig, substantivisch, Arist. an. post. 2, 10 u. Sp.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀνομᾰτώδης:''' [[похожий на название]], [[имеющий характер имени]]: [[λόγος]] ὀ. Arst. номинальное высказывание, т. е. определение через раскрытие того, что содержится в самом названии.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ες (Α [[ὀνοματώδης]], -ῶδες) [[όνομα]]<br /><b>1.</b> ο [[κατά]] το [[είδος]], [[κατά]] τη [[μορφή]] του ονόματος, της λέξης<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ὀνοματώδης]] [[ὁρισμός]]» — [[ορισμός]] που απορρέει από την ετυμολογική μόνον υφή της λέξης, [[επομένως]] [[ατελής]], [[διότι]] δεν περιέχει το ουσιώδες [[περιεχόμενο]] της αντίστοιχης έννοιας, λ.χ. [[μεγαλοψυχία]] σημαίνει το να έχει [[κανείς]] [[μεγάλη]] [[ψυχή]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που [[είναι]] όμοιος με όνομα, [[ονοματικός]].
|mltxt=-ες (Α [[ὀνοματώδης]], -ῶδες) [[όνομα]]<br /><b>1.</b> ο [[κατά]] το [[είδος]], [[κατά]] τη [[μορφή]] του ονόματος, της λέξης<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ὀνοματώδης]] [[ὁρισμός]]» — [[ορισμός]] που απορρέει από την ετυμολογική μόνον υφή της λέξης, [[επομένως]] [[ατελής]], [[διότι]] δεν περιέχει το ουσιώδες [[περιεχόμενο]] της αντίστοιχης έννοιας, λ.χ. [[μεγαλοψυχία]] σημαίνει το να έχει [[κανείς]] [[μεγάλη]] [[ψυχή]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που [[είναι]] όμοιος με όνομα, [[ονοματικός]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὀνομᾰτώδης:''' [[похожий на название]], [[имеющий характер имени]]: [[λόγος]] ὀ. Arst. номинальное высказывание, т. е. определение через раскрытие того, что содержится в самом названии.
}}
}}

Revision as of 21:35, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀνομᾰτώδης Medium diacritics: ὀνοματώδης Low diacritics: ονοματώδης Capitals: ΟΝΟΜΑΤΩΔΗΣ
Transliteration A: onomatṓdēs Transliteration B: onomatōdēs Transliteration C: onomatodis Beta Code: o)nomatw/dhs

English (LSJ)

ες, of the nature of a name: λόγος ὀ. a nominal definition, Arist.AP0.93b31.

German (Pape)

[Seite 349] ες, namenartig, substantivisch, Arist. an. post. 2, 10 u. Sp.

Russian (Dvoretsky)

ὀνομᾰτώδης: похожий на название, имеющий характер имени: λόγος ὀ. Arst. номинальное высказывание, т. е. определение через раскрытие того, что содержится в самом названии.

Greek (Liddell-Scott)

ὀνομᾰτώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς ὄνομα, λόγος ὀνοματώδης, ὁρισμὸς ὀνοματικός, Ἀριστ. Ἀναλ. Ὕστ. 2. 10, 2.

Greek Monolingual

-ες (Α ὀνοματώδης, -ῶδες) όνομα
1. ο κατά το είδος, κατά τη μορφή του ονόματος, της λέξης
2. φρ. «ὀνοματώδης ὁρισμός» — ορισμός που απορρέει από την ετυμολογική μόνον υφή της λέξης, επομένως ατελής, διότι δεν περιέχει το ουσιώδες περιεχόμενο της αντίστοιχης έννοιας, λ.χ. μεγαλοψυχία σημαίνει το να έχει κανείς μεγάλη ψυχή
αρχ.
αυτός που είναι όμοιος με όνομα, ονοματικός.