ὁμοιοτέλευτος: Difference between revisions
μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br /><i>t. de gramm.</i> qui se termine de même (mot), homéotéleute.<br />'''Étymologie:''' [[ὅμοιος]], [[τελευτή]]. | |btext=ος, ον :<br /><i>t. de gramm.</i> qui se termine de même (mot), homéotéleute.<br />'''Étymologie:''' [[ὅμοιος]], [[τελευτή]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὁμοιοτέλευτος:''' сходный по окончанию, тж. рифмующийся Arst., Sext. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὁμοιοτέλευτος:''' -ον ([[τελευτή]]), αυτός που έχει [[ίδια]] [[κατάληξη]], σε Αριστ.· <i>τὸὁμοιοτέλευτον</i>, ομοιοκαταληξια [[δύο]] στίχων. | |lsmtext='''ὁμοιοτέλευτος:''' -ον ([[τελευτή]]), αυτός που έχει [[ίδια]] [[κατάληξη]], σε Αριστ.· <i>τὸὁμοιοτέλευτον</i>, ομοιοκαταληξια [[δύο]] στίχων. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ὁμοιο-τέλευτος, ον, [τελευτη]<br />[[ending]] [[alike]], Arist.: τὸ ὁμοιοτέλευτον the like [[ending]] of two verses. | |mdlsjtxt=ὁμοιο-τέλευτος, ον, [τελευτη]<br />[[ending]] [[alike]], Arist.: τὸ ὁμοιοτέλευτον the like [[ending]] of two verses. | ||
}} | }} |
Revision as of 21:45, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, ending alike : τὸ ὁ. the like ending of two or more clauses or verses, Id.Rh.1410b1, Phld.Rh.1.162 S., D.S.12.53 (pl.) : -τέλευτα (sc. κῶλα) Demetr.Eloc. 26; -τέλευτον διάνοιαν κατακλίνειν end a sentence with ὁμοιοτέλ., S.E. M.2.57.
German (Pape)
[Seite 336] mit ähnlicher, gleicher Endung; διάνοια, S. Emp. adv. rhet. 57; τὸ ὁμοιοτέλευτον, der gleiche Ausgang zweier oder mehrerer Verse od. Sätze, unserm Reime entsprechend, Gramm. u. Rhett.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
t. de gramm. qui se termine de même (mot), homéotéleute.
Étymologie: ὅμοιος, τελευτή.
Russian (Dvoretsky)
ὁμοιοτέλευτος: сходный по окончанию, тж. рифмующийся Arst., Sext.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμοιοτέλευτος: -ον, ὁ ὁμοίως τελευτῶν, ὁμοίως καταλήγων, Ἀριστ. Ρητ. 3. 9, 9· τὸ ὁμοιοτέλευτον, ἡ ὁμοιοκαταληξία δύο ἢ πλειόνων προτάσεων ἢ στίχων, ἧς εὑρίσκομεν ἴχνη καὶ παρὰ τοῖς ἀρίστοις τῶν ποιητῶν, π.χ. Σοφ. Αἴ. 62-65· εἶναι δὲ λίαν συχνὴ ἐν τῇ καταλήξει τῶν δύο τμημάτων τοῦ πενταμέτρου. - Ἐπίρρ. ὁμοιοτελεύτως, Εὐστ. 179, 2.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ὁμοιοτέλευτος, -ον)
1. (για στίχους, προτάσεις ή κώλα) αυτός που τελειώνει όμοια με κάποιον άλλο, που έχει την ίδια κατάληξη, ομοιοκατάληκτος
2. (το ουδ. εν. και πληθ. ως ουσ.) τὸ ὁμοιοτέλευτο(ν) και τὰ ὁμοιοτέλευτα
(ρητ.)
σχήμα κατά το οποίο τίθενται στο τέλος επάλληλων περιόδων, προτάσεων ή στίχων ποιήματος λέξεις με όμοια κατάληξη
αρχ.
φρ. «ὁμοιοτέλευτον διάνοιαν κατακλίνειν»
μτφ. το να τελειώνει κάποιος μια πρόταση με ομοιοτέλευτο, Σέξτ. Εμπ.).
επίρρ...
ομοιοτελεύτως (Μ ὁμοιοτελεύτως)
με ομοιοτέλευτο τρόπο, με ομοιοτέλευτο σχήμα, ομοιοκαταλήκτως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο)- + -τέλευτος (< τελευτή)].
Greek Monotonic
ὁμοιοτέλευτος: -ον (τελευτή), αυτός που έχει ίδια κατάληξη, σε Αριστ.· τὸὁμοιοτέλευτον, ομοιοκαταληξια δύο στίχων.
Middle Liddell
ὁμοιο-τέλευτος, ον, [τελευτη]
ending alike, Arist.: τὸ ὁμοιοτέλευτον the like ending of two verses.