Ὀλύμπιος: Difference between revisions
πέτρην κοιλαίνει ρανὶς ὕδατος ἐνδελεχείῃ → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=α <i>ou</i> ος, ον :<br />de l'Olympe, Olympien <i>ou</i> d’Olympie, Olympique ; ὁ Ὁλύμπιος l'Olympien, <i>càd</i> Zeus.<br />'''Étymologie:''' [[Ὄλυμπος]]. | |btext=α <i>ou</i> ος, ον :<br />de l'Olympe, Olympien <i>ou</i> d’Olympie, Olympique ; ὁ Ὁλύμπιος l'Olympien, <i>càd</i> Zeus.<br />'''Étymologie:''' [[Ὄλυμπος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''Ὀλύμπιος:''' <b class="num">II</b> ὁ олимпиец, т. е. (преимущ.) Зевс.<br />олимпийский ([[Ζεύς|Ζεὺς]] [[πατήρ]] Soph.; δώματα Hom.; γῆ Plut.; μὰ τὸν [[Δία]] τὸν [[Ὀλύμπιον]]! Arph.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''Ὀλύμπιος:''' -ον, ο Ολύμπιος, αυτός που ανήκει στον Όλυμπο, ο [[κάτοικος]] του Ολύμπου, σε Όμηρ. κ.λπ.· ο Δίας ονομάζεται [[απλώς]] [[Ὀλύμπιος]], στον Όμηρ.· [[Ζεύς|Ζεὺς]] πατὴρ [[Ὀλύμπιος]], σε Σοφ.· ὁ [[Ζεύς|Ζεὺς]] ὁ [[Ὀλύμπιος]], σε Θουκ. | |lsmtext='''Ὀλύμπιος:''' -ον, ο Ολύμπιος, αυτός που ανήκει στον Όλυμπο, ο [[κάτοικος]] του Ολύμπου, σε Όμηρ. κ.λπ.· ο Δίας ονομάζεται [[απλώς]] [[Ὀλύμπιος]], στον Όμηρ.· [[Ζεύς|Ζεὺς]] πατὴρ [[Ὀλύμπιος]], σε Σοφ.· ὁ [[Ζεύς|Ζεὺς]] ὁ [[Ὀλύμπιος]], σε Θουκ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 21:50, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, Olympian, of Olympus, dwelling on Olympus, epithet of the gods above, Il.1.399, 20.47; οἱ Ὀ. Men.Sam.187; especially of Zeus, who is called simply Ὀλύμπιος in Il.18.79, 22.130, al., Hes.Op.474, etc.; so Ζεὺς πατὴρ Ὀ. S.Tr.275 : in Prose, ὁ Ζεὺς ὁ Ὀ. Th.2.15, IG 12.39.35, 22.112.7; μὰ τὸν Δία τὸν Ὀ. Ar.Nu.817; Ζεὺς ὁ Ὀ. Th.3.14; ὁ Ὀ. Ζεύς Pl.R.583b; τοι Δι Ὀλυνπιοι SIG9.6 (Elis, vi B. C.); Ὀ. ἀστήρ Opp.H.4.315; ἕδρη IG9(1).882.1 (Corc.) : applied by Com. to Pericles, Ar.Ach.530, cf. Cratin.71, Telecl.17; also Ὀ. δώματα the mansions of Olympus, Il.1.18, al., Hes.Th.75.
French (Bailly abrégé)
α ou ος, ον :
de l'Olympe, Olympien ou d’Olympie, Olympique ; ὁ Ὁλύμπιος l'Olympien, càd Zeus.
Étymologie: Ὄλυμπος.
Russian (Dvoretsky)
Ὀλύμπιος: II ὁ олимпиец, т. е. (преимущ.) Зевс.
олимпийский (Ζεὺς πατήρ Soph.; δώματα Hom.; γῆ Plut.; μὰ τὸν Δία τὸν Ὀλύμπιον! Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
Ὀλύμπιος: -ον, ὁ τοῦ Ὀλύμπου, ὁ ἐν Ὀλύμπῳ οἰκῶν, παρ’ Ὁμ., Ἡσ. καὶ Ἀττ. ποιηταῖς ὡς ἐπίθ. τῶν οὐρανίων θεῶν, μάλιστα τοῦ Διὸς ὅστις καλεῖται καὶ ἁπλῶς Ὀλύμπιος ἐν Ἰλ. Τ. 108, Ὀδ. Α. 60, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 476, κτλ.· οὕτω, Ζεὺς πατὴρ Ὀλ. Σοφ. Τρ. 275· ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, ὁ Ζεὺς ὁ Ὀλ. Θουκ. 2. 15, Συλλ. Ἐπιγρ. 99· μὰ τὸν Δία τὸν Ὀλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 817· Ζεὺς ὁ Ὀλ. Θουκ. 3. 14· ὁ Ὀλ. Ζεὺς Συλλ. Ἐπιγρ. 11· οἱ κωμικοὶ ποιηταὶ ἐκάλουν οὕτω τὸν Περικλέα, Ἀριστοφ. Ἀχ. 530, πρβλ. Κρατῖν. ἐν «Θρᾴτταις» 1, Τηλεκλείδης ἐν «Ἡσιόδοις» 4· ― Ὀλ. δώματα, τὰ ἐν Ὀλύμπῳ δώματα τῶν θεῶν, Ὅμ., Ἡσ.· ― Ὀλ. ἀστὴρ Ὀππ. Ἁλ. 4. 315· ἕδρη Ἑλλην. Ἐπιγράμμ. 261. 1.
English (Autenrieth)
Olympian, dwelling on Olympus, epithet of the gods and their homes, and as subst.=Zeus, the Olympian.
English (Slater)
Ὀλύμπιος (-ιος, -ίοιο, -ίου, -ίῳ, -ιον; -ιοι, -ίων, -ίοισι, -ιοι.)
a of Olympos
I epithet of Zeus. Ὀλύμπιος ἁγεμὼν (O. 9.57) αἰέναον σέβοντι πατρὸς Ὀλυμπίοιο τιμάν (O. 14.12) πρὸς Ὀλυμπίου Διός (Pae. 6.1)
b pl., Olympian gods ζώει μὲν ἐν Ὀλυμπίοις Σεμέλα (O. 2.25) ἰὴ ἰὲ βασίλειαν Ὀλυμπίων νύμφαν ἀριστό- ποσιν Πα. 21. 3, 11, 1, 2. δεῦτ' ἐν χορόν, Ὀλύμπιοι, ἐπί τε κλυτὰν πέμπετε χάριν, θεοί fr. 75. 1. ὦ μάκαρ, ὅν τε μεγάλας θεοῦ κύνα παντοδαπὸν καλέοισιν Ὀλύμπιοι fr. 96. 3.
b
I of (Zeus of) Olympia βῶμον παρ' Ὀλύμπιον (O. 10.101)
II epithet of Zeus of Olympia. τὰν δὴ καλέοισιν Ὀλυμπίου Διὸς ἄλσος (I. 2.27) εἴη δὲ τρίτον σωτῆρι πορσαίνοντας Ὀλυμπίῳ Αἴγιναν κάτα σπένδειν μελιφθόγγοις ἀοιδαῖς (I. 6.8)
c Olympian, of games held either in Athens or Cyrene. ἐν Ὀλυμπίοισί τε καὶ βαθυκόλπου Γᾶς ἀέθλοις ἔν τε καὶ πᾶσιν ἐπιχωρίοις (cf. Deubner, Att. Feste, 177) (P. 9.101)
Greek Monotonic
Ὀλύμπιος: -ον, ο Ολύμπιος, αυτός που ανήκει στον Όλυμπο, ο κάτοικος του Ολύμπου, σε Όμηρ. κ.λπ.· ο Δίας ονομάζεται απλώς Ὀλύμπιος, στον Όμηρ.· Ζεὺς πατὴρ Ὀλύμπιος, σε Σοφ.· ὁ Ζεὺς ὁ Ὀλύμπιος, σε Θουκ.
Middle Liddell
Ὀλύμπιος, ον,
Olympian, of Olympus, dwelling on Olympus, Hom., etc.; Zeus is called simple Ὀλύμπιος in Hom.; Ζεὺς πατὴρ Ὀλ. Soph.; ὁ Ζεὺς ὁ Ὀλ. Thuc.