ὁμόπολις: Difference between revisions

From LSJ

διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=εως (ὁ, ἡ)<br />de la même ville <i>ou</i> de la même cité.<br />'''Étymologie:''' [[ὁμός]], [[πόλις]].
|btext=εως (ὁ, ἡ)<br />de la même ville <i>ou</i> de la même cité.<br />'''Étymologie:''' [[ὁμός]], [[πόλις]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὁμόπολις:''' εως adj. принадлежащий к тому же городу (государству), согражданин, земляк Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὁμόπολις:''' -εως, ὁ, ἡ, αυτός που προέρχεται ή ανήκει στην [[ίδια]] πόλη, [[συμπολίτης]]· ποιητ. <i>ὁμό-πτολις</i>, σε Σοφ.
|lsmtext='''ὁμόπολις:''' -εως, ὁ, ἡ, αυτός που προέρχεται ή ανήκει στην [[ίδια]] πόλη, [[συμπολίτης]]· ποιητ. <i>ὁμό-πτολις</i>, σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὁμόπολις:''' εως adj. принадлежащий к тому же городу (государству), согражданин, земляк Plut.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὁμό-πολις, εως,<br />from or of the [[same]] [[city]]: poet. ὁμό-πτολις, Soph.
|mdlsjtxt=ὁμό-πολις, εως,<br />from or of the [[same]] [[city]]: poet. ὁμό-πτολις, Soph.
}}
}}

Revision as of 21:50, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμόπολις Medium diacritics: ὁμόπολις Low diacritics: ομόπολις Capitals: ΟΜΟΠΟΛΙΣ
Transliteration A: homópolis Transliteration B: homopolis Transliteration C: omopolis Beta Code: o(mo/polis

English (LSJ)

εως, ὁ, ἡ, from or of the same city or state, Plu.2.276b, etc. : poet. ὁμόπτολις S.Ant.733.

German (Pape)

[Seite 339] aus derselben Stadt, aus demselben Staate, Plut. quaest. Rom. 47.

French (Bailly abrégé)

εως (ὁ, ἡ)
de la même ville ou de la même cité.
Étymologie: ὁμός, πόλις.

Russian (Dvoretsky)

ὁμόπολις: εως adj. принадлежащий к тому же городу (государству), согражданин, земляк Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμόπολις: ὁ, ἡ, ὁ ἐκ τῆς αὐτῆς πόλεως, συμπολίτης, Πλούτ. 2. 276Β, κτλ.· ποιητ. ὁμόπτολις, Σοφ. Ἀντ. 733.

Greek Monolingual

ὁμόπολις και ποιητ. τ. ὁμόπτολις, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που είναι από την ίδια πόλη με κάποιον άλλο, της ίδιας πόλης, συμπολίτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + πόλις.

Greek Monotonic

ὁμόπολις: -εως, ὁ, ἡ, αυτός που προέρχεται ή ανήκει στην ίδια πόλη, συμπολίτης· ποιητ. ὁμό-πτολις, σε Σοφ.

Middle Liddell

ὁμό-πολις, εως,
from or of the same city: poet. ὁμό-πτολις, Soph.