ὑομουσία: Difference between revisions

From LSJ

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />éducation de porc.<br />'''Étymologie:''' [[ὗς]], [[μοῦσα]].
|btext=ας (ἡ) :<br />éducation de porc.<br />'''Étymologie:''' [[ὗς]], [[μοῦσα]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὑομουσία:''' ἡ ирон. свиной (художественный) вкус Arph.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑομουσία:''' [ῠ], ἡ, χοιρομουσική, πρόστυχο [[γούστο]] στη [[μουσική]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ὑομουσία:''' [ῠ], ἡ, χοιρομουσική, πρόστυχο [[γούστο]] στη [[μουσική]], σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑομουσία:''' ἡ ирон. свиной (художественный) вкус Arph.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὑο-μουσία, ἡ,<br />[[swine]]'s [[music]], [[swinish]] [[taste]] in [[music]], Ar.
|mdlsjtxt=ὑο-μουσία, ἡ,<br />[[swine]]'s [[music]], [[swinish]] [[taste]] in [[music]], Ar.
}}
}}

Revision as of 21:55, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑομουσία Medium diacritics: ὑομουσία Low diacritics: υομουσία Capitals: ΥΟΜΟΥΣΙΑ
Transliteration A: hyomousía Transliteration B: hyomousia Transliteration C: yomousia Beta Code: u(omousi/a

English (LSJ)

[ῠ], ἡ, swine's music, swinish taste in music, Ar.Eq.986(lyr.).

German (Pape)

[Seite 1179] ἡ, Saumusik oder Saugesang, Ar. Equ. 981.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
éducation de porc.
Étymologie: ὗς, μοῦσα.

Russian (Dvoretsky)

ὑομουσία: ἡ ирон. свиной (художественный) вкус Arph.

Greek (Liddell-Scott)

ὑομουσία: ἡ, χοιρομουσική, χοιρίνη πρὸς μουσικὴν διάθεσις, «χοιρῳδία, ἀπαιδευσία» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Ἱππ. 986.

Greek Monolingual

ἡ, Α
απαιδευσία στα σχετικά με τη μουσική.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὗς, ὑός «χοίρος» + -μουσία (< -μουσος < μοῦσα), πρβλ. φιλο-μουσία].

Greek Monotonic

ὑομουσία: [ῠ], ἡ, χοιρομουσική, πρόστυχο γούστο στη μουσική, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

ὑο-μουσία, ἡ,
swine's music, swinish taste in music, Ar.