ὑποκλυσμός: Difference between revisions

From LSJ

Μισῶ πένητα πλουσίῳ δωρούμενον → Res pauper est odiosa, donans diviti → Ich hasse einen Armen, der demReichen gibt

Menander, Monostichoi, 360
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />lavement.<br />'''Étymologie:''' [[ὑποκλύζω]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />lavement.<br />'''Étymologie:''' [[ὑποκλύζω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὑποκλυσμός:''' ὁ [[промывание]] Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο / [[ὑποκλυσμός]], ΝΜΑ [[ὑποκλύζω]]<br />η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[υποκλύζω]], η [[πλύση]] με [[κλύσμα]] (α. «ο [[γιατρός]] υπέδειξε έναν υποκλυσμό [[κάθε]] [[βράδι]]» β. «τῆς ἴβεως τὸν ὑποκλυσμὸν [[ἅλμη]] καθαιρομένης», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> [[έγχυση]] υγρού στο παχύ [[έντερο]], μέσω του πρωκτού, για [[απομάκρυνση]] του εντερικού περιεχομένου, για διαγνωστικούς σκοπούς, για [[χορήγηση]] φαρμάκων ή, [[τέλος]], για τεχνητή [[διατροφή]] (α. «[[καθαρτικός]] [[υποκλυσμός]]» β. «[[διαγνωστικός]] [[υποκλυσμός]]» γ. «[[φαρμακευτικός]] [[υποκλυσμός]]» δ. «[[θρεπτικός]] [[υποκλυσμός]]»).
|mltxt=ο / [[ὑποκλυσμός]], ΝΜΑ [[ὑποκλύζω]]<br />η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[υποκλύζω]], η [[πλύση]] με [[κλύσμα]] (α. «ο [[γιατρός]] υπέδειξε έναν υποκλυσμό [[κάθε]] [[βράδι]]» β. «τῆς ἴβεως τὸν ὑποκλυσμὸν [[ἅλμη]] καθαιρομένης», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> [[έγχυση]] υγρού στο παχύ [[έντερο]], μέσω του πρωκτού, για [[απομάκρυνση]] του εντερικού περιεχομένου, για διαγνωστικούς σκοπούς, για [[χορήγηση]] φαρμάκων ή, [[τέλος]], για τεχνητή [[διατροφή]] (α. «[[καθαρτικός]] [[υποκλυσμός]]» β. «[[διαγνωστικός]] [[υποκλυσμός]]» γ. «[[φαρμακευτικός]] [[υποκλυσμός]]» δ. «[[θρεπτικός]] [[υποκλυσμός]]»).
}}
{{elru
|elrutext='''ὑποκλυσμός:''' ὁ [[промывание]] Plut.
}}
}}

Revision as of 22:05, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποκλυσμός Medium diacritics: ὑποκλυσμός Low diacritics: υποκλυσμός Capitals: ΥΠΟΚΛΥΣΜΟΣ
Transliteration A: hypoklysmós Transliteration B: hypoklysmos Transliteration C: ypoklysmos Beta Code: u(poklusmo/s

English (LSJ)

ὁ, purging from below, as by a clyster, Plu.2.974c.

German (Pape)

[Seite 1220] ὁ, das Ausspülen, Reinigen des Leibes durch Klystiere, Plut. u. Medic.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
lavement.
Étymologie: ὑποκλύζω.

Russian (Dvoretsky)

ὑποκλυσμός:промывание Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποκλυσμός: ὁ, τὸ ὑποκλύζειν, Πλούτ. 2, 974C˙Ϗ - ὑπόκλῠσις, εως, ἠ, Γλωσσ.

Greek Monolingual

ο / ὑποκλυσμός, ΝΜΑ ὑποκλύζω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του υποκλύζω, η πλύση με κλύσμα (α. «ο γιατρός υπέδειξε έναν υποκλυσμό κάθε βράδι» β. «τῆς ἴβεως τὸν ὑποκλυσμὸν ἅλμη καθαιρομένης», Πλούτ.)
νεοελλ.
ιατρ. έγχυση υγρού στο παχύ έντερο, μέσω του πρωκτού, για απομάκρυνση του εντερικού περιεχομένου, για διαγνωστικούς σκοπούς, για χορήγηση φαρμάκων ή, τέλος, για τεχνητή διατροφή (α. «καθαρτικός υποκλυσμός» β. «διαγνωστικός υποκλυσμός» γ. «φαρμακευτικός υποκλυσμός» δ. «θρεπτικός υποκλυσμός»).