ῥᾳδιούργημα: Difference between revisions

From LSJ

Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />action légère, inconsidérée.<br />'''Étymologie:''' [[ῥᾳδιουργέω]].
|btext=ατος (τό) :<br />action légère, inconsidérée.<br />'''Étymologie:''' [[ῥᾳδιουργέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ῥᾳδιούργημα:''' ατος τό легкомысленный поступок, нерадивость Plut.: ῥ. πονηρόν NT дурной поступок.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ῥᾳδιούργημα:''' -ατος, τό, απερίσκεπτη [[πράξη]], [[κακούργημα]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''ῥᾳδιούργημα:''' -ατος, τό, απερίσκεπτη [[πράξη]], [[κακούργημα]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ῥᾳδιούργημα:''' ατος τό легкомысленный поступок, нерадивость Plut.: ῥ. πονηρόν NT дурной поступок.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 22:25, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥᾳδιούργημα Medium diacritics: ῥᾳδιούργημα Low diacritics: ραδιούργημα Capitals: ΡΑΔΙΟΥΡΓΗΜΑ
Transliteration A: rhāidioúrgēma Transliteration B: rhadiourgēma Transliteration C: radioyrgima Beta Code: r(a|diou/rghma

English (LSJ)

ατος, τό, misdeed, villany. D.H.1.77, Act.Ap.18.14, Plu.Pyrrh.6.

German (Pape)

[Seite 831] τό, leichtsinnige, nachlässige, unbesonnene Handlung; Luc. calumn. 20; D. Hal. 1, 77; Plut. Pyrrh. 6.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
action légère, inconsidérée.
Étymologie: ῥᾳδιουργέω.

Russian (Dvoretsky)

ῥᾳδιούργημα: ατος τό легкомысленный поступок, нерадивость Plut.: ῥ. πονηρόν NT дурной поступок.

Greek (Liddell-Scott)

ῥᾳδιούργημα: τό, πρᾶξις ἀπερίσκεπτος, κακούργημα, Διον. Ἁλ. 1. 77, Πλουτ. Πύρρ. 6, κτλ.

English (Strong)

from a comparative of rhaidios (easy, i.e. reckless) and ἔργον; easy-going behavior, i.e. (by extension) a crime: lewdness.

Greek Monolingual

το / ῥᾳδιούργημα, ΝΜΑ ραδιουργῶ
δόλια ενέργεια εναντίον κάποιου, κακούργημα («εἰ μὲν οὖν ἦν ἀδίκημά τι ἤ ῥᾳδιούργημα πονηρόν», ΚΔ)
αρχ.
1. απερίσκεπτη πράξη
2. ψεύτικη, πλαστή ιστορία, κατασκεύασμα της φαντασίας.

Greek Monotonic

ῥᾳδιούργημα: -ατος, τό, απερίσκεπτη πράξη, κακούργημα, σε Πλούτ.

Middle Liddell

ῥᾳδιούργημα, ατος, τό, [from ῥᾳδιουργέω
a reckless act, crime, Plut.

Chinese

原文音譯:?vdioÚrghma 拉笛-烏而給馬
詞類次數:名詞(1)
原文字根:輊率的-工作(果效)
字義溯源:輕率行為,罪行,卑鄙,奸;由(Ῥαγαύ)X*=輕鬆)與(ἔργον)=行為)組成,而 (ἔργον)出自(ἔργον)X*=工作)
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編
1) 奸(1) 徒18:14