ῥίζωσις: Difference between revisions
μηδενὶ συμφορὰν ὀνειδίσῃς, κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → never mock a disaster, fate is common to all and the future unknown
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=εως (ἡ) :<br />action de pousser des racines, de prendre racine.<br />'''Étymologie:''' [[ῥιζόω]]. | |btext=εως (ἡ) :<br />action de pousser des racines, de prendre racine.<br />'''Étymologie:''' [[ῥιζόω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ῥίζωσις:''' εως ἡ [[пускание корней]]: ἡ τῶν γεννωμένων ῥ. Plut. развитие зародышей. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ῥίζωσις:''' -εως, ἡ, [[ρίζωμα]], [[ριζοβόλημα]]· μεταφ., [[έναρξη]], [[ξεκίνημα]] της ζωής, ἡ [[τῶν]] γεννωμένων [[ῥίζωσις]], λέγεται για τον σχηματισμό του εμβρύου, σε Πλούτ. | |lsmtext='''ῥίζωσις:''' -εως, ἡ, [[ρίζωμα]], [[ριζοβόλημα]]· μεταφ., [[έναρξη]], [[ξεκίνημα]] της ζωής, ἡ [[τῶν]] γεννωμένων [[ῥίζωσις]], λέγεται για τον σχηματισμό του εμβρύου, σε Πλούτ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ῥίζωσις]], εως,<br />a [[taking]] [[root]], [[beginning]] [[life]], Plut. | |mdlsjtxt=[[ῥίζωσις]], εως,<br />a [[taking]] [[root]], [[beginning]] [[life]], Plut. | ||
}} | }} |
Revision as of 22:25, 3 October 2022
English (LSJ)
εως, ἡ, taking root, Thphr.CP2.12.5, 8.1.3; ῥ. λαμβάνειν Plu.Publ.8: metaph., of the formation of the embryo, ὀμφαλὸς -ώσιος ἀρχά Philol.13; ἡ τῶν γεννωμένων ῥ. Plu.Lyc.14; origin of veins and arteries, Hp.Alim.31.
German (Pape)
[Seite 843] 1) das Einwurzelnlassen, Befestigen. – 2) intrans., das Wurzeln, Wurzelschlagen, Theophr. Auch τῶν γεννωμένων, vom Menschen, Plut. Lyc. 14.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de pousser des racines, de prendre racine.
Étymologie: ῥιζόω.
Russian (Dvoretsky)
ῥίζωσις: εως ἡ пускание корней: ἡ τῶν γεννωμένων ῥ. Plut. развитие зародышей.
Greek (Liddell-Scott)
ῥίζωσις: -εως, ἡ, (ῥιζόω) τὸ ῥιζοῦσθαι, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 12, 5, Πλούτ. 2. 227D· μεταφορ., ἡ τῶν γεννωμένων ῥίζωσις, ἐπὶ τοῦ σχηματισμοῦ τοῦ ἐμβρύου, Πλουτ. Λυκοῦργ. 14, Ποπλικ. 8.
Greek Monotonic
ῥίζωσις: -εως, ἡ, ρίζωμα, ριζοβόλημα· μεταφ., έναρξη, ξεκίνημα της ζωής, ἡ τῶν γεννωμένων ῥίζωσις, λέγεται για τον σχηματισμό του εμβρύου, σε Πλούτ.