ἑτερόγναθος: Difference between revisions
Πολλοὺς τρέφειν εἴωθε τἀδικήματα → Multos consuevit alere iniuria et nefas → Gar viele sind's, die Unrechttun zu nähren pflegt
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "d’u" to "d'u") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />dont la bouche est plus dure <i>ou</i> plus tendre | |btext=ος, ον :<br />dont la bouche est plus dure <i>ou</i> plus tendre d'un côté que de l'autre <i>en parl. de cheval</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἕτερος]], [[γνάθος]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 08:35, 4 October 2022
English (LSJ)
ον, with one side of the mouth harder than the other, (ἵπποι) X.Eq.1.9, al.; glossed by ἀπειθής, ἢ ἄπληστος, Phot.
German (Pape)
[Seite 1048] ἵππος, ein Pferd, dessen eine Seite des Maules zu hart oder zu weich zum Lenken ist, Xen. re equ. 1, 9. 2, 5. 6, 9.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
dont la bouche est plus dure ou plus tendre d'un côté que de l'autre en parl. de cheval.
Étymologie: ἕτερος, γνάθος.
Russian (Dvoretsky)
ἑτερόγνᾰθος: имеющий рот, обе стороны которого неодинаковы по мягкости (ἵππος Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
ἑτερόγνᾰθος: ὁ, ἔχων τὴν μίαν γνάθον σκληροτέραν τῆς ἄλλης, ἵππος Ξεν. Ἱππ. 1. 9., 3. 5., 6. 9. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ετερόγναθος· σκληρόστομος. ἀπειθής. ἐπὶ τῶν ἵππων», κατὰ δὲ τὸν Φώτιον «ἑτερόγναθος ὁ ἀπειθὴς ἢ ὁ ἄπληστος καὶ ἀμφοτέραις ταῖς γνάθοις ἐσθίων».
Greek Monolingual
ἑτερόγναθος, -ον (Α)
(για ίππο) αυτός που έχει τη μία γνάθο σκληρότερη από την άλλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + γνάθος].
Greek Monotonic
ἑτερόγνᾰθος: ὁ, αυτός που έχει τη μία γνάθο σκληρότερη από την άλλη, ἵππος, σε Ξεν.
Middle Liddell
ἑτερό-γνᾰθος, ὁ,
with one side of the mouth harder than the other, ἵππος Xen.