ῥοή: Difference between revisions
Ἡ μωρία δίδωσιν ἀνθρώποις κακά → Inepta mens hominibus impertit mala → Die Torheit gibt den Menschen Unglück zum Geschenk
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "d’u" to "d'u") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ῆς (ἡ) :<br />écoulement ; courant | |btext=ῆς (ἡ) :<br />écoulement ; courant d'un fleuve.<br />'''Étymologie:''' [[ῥέω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 08:40, 4 October 2022
English (LSJ)
ἡ, Dor. ῥοά (dat.pl. ρhοϝαῖσι, IG9(1).868 (Corc., vii/vi B.C.)), (ῥέω) A river, stream, freq. in Hom., always in plural, and mostly with genitive added, ἐπ' Ὠκεανοῖο ῥοάων Il.3.5; Μαιάνδρου τε ῥοάς 2.869; ποταμοῖο ῥοῇσι Od.6.216; ὕδατος καλῇσι ῥ. Il.16.229, cf. Schwyzer 289.107 (Priene, ii B.C.); Ὠκεανοῦ ῥ. Hes.Th.841; also Σκαμάνδριοι ῥ. S.Aj. 419 (lyr.); τεναγέων ῥ. Pi.N.3.25; ἀμπέλου ῥοή the juice of the grape, E.Cyc.123; μέλιτος Id.Ba.711; αἵματος Id.Supp.690: rarely in sg., παρ' Ἰσμηνοῦ ῥοάν Pi.N.11.36 codd. (but ῥοᾶν is prob.); ἀμπέλου ῥοή E.Ba.281: in Dor. Prose, SIG1183 (Gort.): metaph., stream of song or poesy, ῥοαὶ Μοισᾶν, ἐπέων, Pi.N.7.12, I.7(6)19; ἡ διὰ τοῦ στόματος ῥοή Pl.Tht.206d; προμαθείας ῥοαί Pi.N.11.46; also ῥοαί streams of events, tide of affairs, Id.O.2.33. 2 flowing of sap, Thphr.CP1.13.5 (pl.). 3 flux, as a philosoph. term, Pl.Tht.152e, v. Cra. 402a; cf. ῥέω 1.5. Cf. ῥόος ΙΙ, ῥοία Ι.
German (Pape)
[Seite 847] dor. ῥοά, der Fluß, die Fluth, der Strom; oft bei Hom., der stets den plur. braucht u. gew. noch einen gen. hinzufügt, ἐπ' Ὠκεανοῖο ῥοάων Il. 3, 5. Μαιάνδρου 2, 869, ποταμοῖο 11. 372, u. öfter; Pind. u. Tragg.: ἔνθα πεδίον Ἀσωπὸς ῥοαῖς ἄρδει, Aesch. Pers. 791; Soph. Ai. 415; ἀμπέλου, der Wein, Eur. Bacch. 281 Cycl. 123; Ar. Th. 855. 864; in Prosa, das Fließen, ποταμοῦ ῥοῇ ἀπεικάζων τὰ ὄντα Plat. Crat. 402 a, u. sonst; auch übertr., ἐπέων, Pind. I. 6, 19; Μοισᾶν, N. 7, 12; Bewegung übh., Plat. καὶ κίνησις, Theaet. 152 e; Folgde.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
écoulement ; courant d'un fleuve.
Étymologie: ῥέω.
Russian (Dvoretsky)
ῥοή: дор. ῥοά ἡ (преимущ. pl.)
1) поток, течение (Μαιάνδρου ῥοαί Hom.; ποταμοῦ ῥ. Plat.; ῥ. ἐπέων Pind.);
2) струя, влага: ἀμπέλου ῥ. Eur. виноградная влага, вино.
Greek (Liddell-Scott)
ῥοή: ἡ, Δωρ. ῥοά, ἀλλὰ παρ’ Ἀττ. ὁ ἐν χρήσει τύπος ἦν ῥοὴ (ἴδε κατωτ.), ἴσως πρὸς διάκρισιν ἀπὸ τοῦ ῥόα· ῥοιά, (ῥέω)· ― ῥεῦμα, ῥεῖθρον, συχν. παρ’ Ὁμ., ἀεὶ ἐν τῷ πληθ. καὶ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον μετὰ προστιθεμένης γενικῆς, ἐπ’ Ὠκεανοῖο ῥοάων Ἰλ. Γ. 5· Μαιάνδρου τε ῥοὰς Β. 869· ποταμοῖο ὕδατος κτλ.· οὕτω καὶ παρ’ Ἡσ. καὶ τοῖς Τραγ.· τεναγέων ῥ. Πινδ. Ν. 3. 43· ἀμπέλου ῥ., ὁ χυμὸς τῆς σταφυλῆς, Εὐρ. Κύκλ. 123· μέλιτος Βάκχ. 711· αἵματος Ἱκέτ. 690· σπανίως καθ’ ἑνικόν, παρ’ Ἰσμήνου ῥοὰν Πινδ. Ν. 11. 46· ἀμπέλου ῥοὴ Εὐρ. Βάκχ. 281· ― μεταφορ., ἐπὶ ποιήσεως, ῥοαὶ Μοισᾶν, ἐπέων Πινδ. Ν. 7. 17, Ι. 7 (6). 26· ἡ διὰ τοῦ στόματος ῥ. Πλάτ. Θεαίτ. 206D· προμαθείας δὲ ἀπόκεινται ῥοαί, «ἤτοι, τῆς δὲ προγνώσεως αἱ ὁδοὶ ἄπωθεν ἡμῶν κεῖνται, ἀντὶ τοῦ, οὐ δυνάμεθα, ἄνθρωποι ὄντες τὰ μέλλοντα προγινώσκειν» (Σχόλ.), Πινδ. Ν. 11. 61· ὡσαύτως, ῥοαὶ δ’ ἄλλοτ’ ἄλλαι εὐθυμιᾶν τε καὶ μετὰ πόνων ἐς ἄνδρας ἔβαν, «ῥεύματα, μεταβολαί, αἱ τῆς τύχης φοραὶ ἄλλοτε εἰς ἄλλους ἀνθρώπους μεταβαίνουσιν, ἢ εὐθυμίαν ἢ πόνον παρέχουσαι» (Σχόλ.), ὁ αὐτ. ἐν Ο. 2. 62. 2) ῥύσις, ῥοή, ὡς ὅρος φιλοσοφικός, ἔκγονα ῥοῆς τε καὶ κινήσεως Πλάτ. Θεαίτ. 152Ε, ἴδε Κρατ. 402Α· πρβλ. ῥέω Ι. 5. Πρβλ. ῥόος ΙΙ, ῥοία Ι. ― Ἴδε Γ.Χατζιδάκι ἐν Ἀθηνᾶς τ. Ι΄, σ. 400.
English (Autenrieth)
(σρέω): pl., flood, stream, streams.
Greek Monotonic
ῥοή: ἡ, Δωρ. ῥοά, αλλά σε Αττ. ῥοή, Επικ. γεν. πληθ. ῥοάων [ᾱ] (ῥέω)· ποτάμι, ρεύμα, πλημμύρα, χείμαρρος, σε Όμηρ. κ.λπ.· κυρίως, σε πληθ., ἐπ' Ὠκεανοῖο ῥοάων, σε Ομήρ. Ιλ.· ἀμπέλου ῥοή, ο χυμός του σταφυλιού, σε Ευρ.· μεταφ., λέγεται για την ποίηση, ροή άσματος ή ποίησης, σε Πίνδ.· επίσης, ῥοαί, τακτοποίηση, διευθέτηση ζητημάτων, υποθέσεων, μεταβολές της τύχης, στον ίδ.
Middle Liddell
ῥοή, ἡ, [ῥέω]
a river, stream, flood, Hom., etc.; mostly in plural, ἐπ' Ὠκεανοῖο ῥοάων Il.; ἀμπέλου ῥοαί the juice of the grape, Eur.:—metaph. the stream of song or poesy, Pind.; also, ῥοαί the tide of affairs, Pind.