κελαινώπας: Difference between revisions

From LSJ

διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν → a boy chases a bird on the wing, vain pursuit

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl\n\|elnltext.*}}\n)" to "$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=α;<br /><i>adj. m. dor.</i><br />à l'aspect sombre, impénétrable.<br />'''Étymologie:''' [[κελαινός]], [[ὤψ]].
|btext=α;<br /><i>adj. m. dor.</i><br />à l'aspect sombre, impénétrable.<br />'''Étymologie:''' [[κελαινός]], [[ὤψ]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κελαινώπας''': α, ὁ, (ὢψ) μέλαιναν ἔχων τὴν ὄψιν, τὴν μορφήν, [[μέλας]], [[φοβερός]], θυμὸς (Σχολ. «κεκρυμμένος καὶ [[δόλιος]] θυμὸς ἢ καὶ [[βαθυγνώμων]]») Σοφ. Αἴ. 954· θηλ., κελαινῶπις νεφέλα Πινδ. Π. 1. 31. Ὡσαύτως κελαινωπός, ή, όν, ἐν Ἀρκαδ. σ. 67. 10.
|elnltext=κελαινώπας -α [κελαινός, ὤψ] Dor., met donker gezicht, somber:. κελαινώπας θυμός somber gemoed Soph. Ai. 955.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 22: Line 22:
|lsmtext='''κελαινώπας:''' -α, ὁ (ὤψ), αυτός που έχει μαύρο [[πρόσωπο]], [[μελαψός]], [[ζοφερός]], [[ανήλιαγος]], σε Σοφ.· θηλ. [[κελαινῶπις]], σε Πίνδ.
|lsmtext='''κελαινώπας:''' -α, ὁ (ὤψ), αυτός που έχει μαύρο [[πρόσωπο]], [[μελαψός]], [[ζοφερός]], [[ανήλιαγος]], σε Σοφ.· θηλ. [[κελαινῶπις]], σε Πίνδ.
}}
}}
{{elnl
{{ls
|elnltext=κελαινώπας -α [κελαινός, ὤψ] Dor., met donker gezicht, somber:. κελαινώπας θυμός somber gemoed Soph. Ai. 955.
|lstext='''κελαινώπας''': α, ὁ, (ὢψ) μέλαιναν ἔχων τὴν ὄψιν, τὴν μορφήν, [[μέλας]], [[φοβερός]], θυμὸς (Σχολ. «κεκρυμμένος καὶ [[δόλιος]] θυμὸς ἢ καὶ [[βαθυγνώμων]]») Σοφ. Αἴ. 954· θηλ., κελαινῶπις νεφέλα Πινδ. Π. 1. 31. Ὡσαύτως κελαινωπός, ή, όν, ἐν Ἀρκαδ. σ. 67. 10.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[ὤψ]<br />[[black]]-faced, [[swarthy]], [[gloomy]], Soph.: fem., [[κελαινῶπις]] Pind.
|mdlsjtxt=[ὤψ]<br />[[black]]-faced, [[swarthy]], [[gloomy]], Soph.: fem., [[κελαινῶπις]] Pind.
}}
}}

Revision as of 18:05, 6 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κελαινώπας Medium diacritics: κελαινώπας Low diacritics: κελαινώπας Capitals: ΚΕΛΑΙΝΩΠΑΣ
Transliteration A: kelainṓpas Transliteration B: kelainōpas Transliteration C: kelainopas Beta Code: kelainw/pas

English (LSJ)

α, ὁ, (ὤψ) black-faced: hence, gloomy, θυμός S.Aj. 955 (lyr.):—fem. κελαιν-ῶπις νεφέλα Pi.P.1.7:—also κελαιν-ωπός, ή, όν, Hdn. Gr.1.188.

French (Bailly abrégé)

α;
adj. m. dor.
à l'aspect sombre, impénétrable.
Étymologie: κελαινός, ὤψ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κελαινώπας -α [κελαινός, ὤψ] Dor., met donker gezicht, somber:. κελαινώπας θυμός somber gemoed Soph. Ai. 955.

Greek Monolingual

κελαινώπας, ὁ, θηλ. κελαινῶπις (Α)
1. αυτός που έχει σκοτεινή όψη
2. μτφ. φοβερός, άγριος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κελαινός + -ώπας / ῶπις (< ὤψ, ὠπός «όψη»), πρβλ. ασκαλ-ώπας / γλαυκ-ῶπις].

Greek Monotonic

κελαινώπας: -α, ὁ (ὤψ), αυτός που έχει μαύρο πρόσωπο, μελαψός, ζοφερός, ανήλιαγος, σε Σοφ.· θηλ. κελαινῶπις, σε Πίνδ.

Greek (Liddell-Scott)

κελαινώπας: α, ὁ, (ὢψ) μέλαιναν ἔχων τὴν ὄψιν, τὴν μορφήν, μέλας, φοβερός, θυμὸς (Σχολ. «κεκρυμμένος καὶ δόλιος θυμὸς ἢ καὶ βαθυγνώμων») Σοφ. Αἴ. 954· θηλ., κελαινῶπις νεφέλα Πινδ. Π. 1. 31. Ὡσαύτως κελαινωπός, ή, όν, ἐν Ἀρκαδ. σ. 67. 10.

Middle Liddell

[ὤψ]
black-faced, swarthy, gloomy, Soph.: fem., κελαινῶπις Pind.