σήθω: Difference between revisions

From LSJ

Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl\n\|elnltext.*}}\n)" to "$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=tamiser, filtrer.<br />'''Étymologie:''' DELG v. [[διαττάω]].
|btext=tamiser, filtrer.<br />'''Étymologie:''' DELG v. [[διαττάω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''σήθω''': (περὶ τοῦ ἐνεστ. ἴδε ἀπο-[[σήθω]])· ἀόρ. μετοχ. σήσας Ἱππ. 614. 53. - Παθητ., ἀόρ. ἐσήσθην ἢ ἐσήθην Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 4, καὶ μηνομνεύεται ἐκ τοῦ Διοσκ.· πρκμ. σέσησμαι ἢ σέσησμαι Ἱππ. 491. 1., 533. 44. Κοσκινίζω.
|elnltext=σήθω, aor. ἔσησα; perf. med.-pass. σεσέησμαι, door een zeef gieten, zeven. Hp.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ<br />[[κοσκινίζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. <i>σή</i>-<i>θω</i> ([[αμάρτυρος]] δωρ. τ. <i>σᾱθω</i>), με [[επίθημα]] -<i>θω</i>- (<b>πρβλ.</b> [[ἀλήθω]], [[νήθω]]) ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>tu</i><i>ā</i>- «[[κοσκινίζω]]» (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>titau</i>- «[[κόσκινο]]») και συνδέεται με το ρ. <i>δια</i>-<i>ττάω</i> «[[κοσκινίζω]] καλά». Χωρίς [[επίθημα]] -<i>θω</i> μαρτυρείται, [[τέλος]], ο ενεστ. <i>σῶ</i>, -<i>άω</i> (Ι)].
|mltxt=ΜΑ<br />[[κοσκινίζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. <i>σή</i>-<i>θω</i> ([[αμάρτυρος]] δωρ. τ. <i>σᾱθω</i>), με [[επίθημα]] -<i>θω</i>- (<b>πρβλ.</b> [[ἀλήθω]], [[νήθω]]) ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>tu</i><i>ā</i>- «[[κοσκινίζω]]» (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>titau</i>- «[[κόσκινο]]») και συνδέεται με το ρ. <i>δια</i>-<i>ττάω</i> «[[κοσκινίζω]] καλά». Χωρίς [[επίθημα]] -<i>θω</i> μαρτυρείται, [[τέλος]], ο ενεστ. <i>σῶ</i>, -<i>άω</i> (Ι)].
}}
}}
{{elnl
{{ls
|elnltext=σήθω, aor. ἔσησα; perf. med.-pass. σεσέησμαι, door een zeef gieten, zeven. Hp.
|lstext='''σήθω''': (περὶ τοῦ ἐνεστ. ἴδε ἀπο-[[σήθω]])· ἀόρ. μετοχ. σήσας Ἱππ. 614. 53. - Παθητ., ἀόρ. ἐσήσθην ἢ ἐσήθην Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 4, καὶ μηνομνεύεται ἐκ τοῦ Διοσκ.· πρκμ. σέσησμαι ἢ σέσησμαι Ἱππ. 491. 1., 533. 44. Κοσκινίζω.
}}
}}
{{etym
{{etym

Revision as of 18:05, 6 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σήθω Medium diacritics: σήθω Low diacritics: σήθω Capitals: ΣΗΘΩ
Transliteration A: sḗthō Transliteration B: sēthō Transliteration C: sitho Beta Code: sh/qw

English (LSJ)

PCair.Zen.761.3,4 (iii B.C.), Asclep. ap. Gal.13.244,342, BGU952.2 (ii/iii A.D.): aor. part. σήσας Hp.Mul.1.64:—Pass., aor. ἐσήσθην or ἐσήθην, Aret.CA1.4, Gp.3.7.2 (interpol. in Dsc.2.96): pf. σέσησμαι Hp.Morb.3.11, Int.3, Nat.Mul.34, Dsc.1.68; cf. ἐττημένος (also ἐσσημένος Inscr.Délos 500 A9 (iii B.C.)):—sift, bolt, ll.cc.

German (Pape)

[Seite 873] sieben, sichten, durchsieben, durchbeuteln; θάλασσαν δικτύοις, Sp.; übh. schütteln, rütteln, Lob. Phryn. p. 151; Her. hat σῶσι von σάω.

French (Bailly abrégé)

tamiser, filtrer.
Étymologie: DELG v. διαττάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σήθω, aor. ἔσησα; perf. med.-pass. σεσέησμαι, door een zeef gieten, zeven. Hp.

Greek Monolingual

ΜΑ
κοσκινίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. σή-θω (αμάρτυρος δωρ. τ. σᾱθω), με επίθημα -θω- (πρβλ. ἀλήθω, νήθω) ανάγεται σε ΙΕ ρίζα tuā- «κοσκινίζω» (πρβλ. αρχ. ινδ. titau- «κόσκινο») και συνδέεται με το ρ. δια-ττάω «κοσκινίζω καλά». Χωρίς επίθημα -θω μαρτυρείται, τέλος, ο ενεστ. σῶ, -άω (Ι)].

Greek (Liddell-Scott)

σήθω: (περὶ τοῦ ἐνεστ. ἴδε ἀπο-σήθω)· ἀόρ. μετοχ. σήσας Ἱππ. 614. 53. - Παθητ., ἀόρ. ἐσήσθην ἢ ἐσήθην Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 4, καὶ μηνομνεύεται ἐκ τοῦ Διοσκ.· πρκμ. σέσησμαι ἢ σέσησμαι Ἱππ. 491. 1., 533. 44. Κοσκινίζω.

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: to sieve, to sift (Hp., Dsc., hell. a. late pap. a. o.).
Other forms: Aor. σῆσαι, σησθῆναι, perf. σέσησμαι, vbal adj. σηστός.
Compounds: Also with δια-, κατα- a. o.
Derivatives: σῆσις (Suid.), σᾶσις (Delph.) f. sieving; σῆστρα κόσκινα H. with σηστρίδιον n. (pap. IIp).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Beside the θ-present in σήθω, Dor. *σάθω (as πλή-θω a. o.; cf. esp. the synonym ἠ-θ-έω) stands σῶσι 3. pl. pres. (Hdt. 1, 200) as from σά-ω (EM σῶ); to this Att. δια-ττάω (EM τῶ). Also the aorist σῆσαι etc. and (with anal. -σ-) σησθῆναι etc. may be explained from σά-ω. -- Etymology unknown; hypothesis s. διαττάω.

Frisk Etymology German

σήθω: {sḗthō}
Forms: Aor. σῆσαι, σησθῆναι, Perf. σέσησμαι, Vbaladj. σηστός,
Grammar: v.
Meaning: sieben, seihen (Hp., Dsk., hell. u. sp. Pap. u. a.).
Composita: auch mit δια-, κατα- u. a.,
Derivative: Davon σῆσις (Suid.), σᾶσις (Delph.) f. das Sieben; σῆστρα· κόσκινα H. mit σηστρίδιον n. (Pap. IIp).
Etymology: Neben dem θ-Präsens in σήθω, dor. *σάθω (wie πλήθω u. a.; vgl. bes. das synonyme ἠθ-έω) steht σῶσι 3. pl. Präs. (Hdt. 1, 200) wie von σάω (EM σῶ); dazu att. διαττάω (EM τῶ). Auch der Aorist σῆσαι usw. und (mit anal. -σ-) σησθῆναι usw. lassen sich auf σάω zurückführen. — Etymologie unbekannt; Hypothesen s. διαττάω.
Page 2,695