επισφαλής: Difference between revisions
Ἤθους δικαίου φαῦλος οὐ ψαύει λόγος → Vox prava non pertingit ad mores bonos → Verkommne Rede rührt nicht an gerechte Art
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές (Α [[ἐπισφαλής]])<br /><b>1.</b> αυτός που κινδυνεύει να πέσει, που υπόκειται σε [[πτώση]], [[αβέβαιος]], [[ασταθής]] (α. «η [[θέση]] της κυβέρνησης [[είναι]] [[επισφαλής]]» β. «τὰ μεγάλα πάντ’ ἐπισφαλῆ», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για κτίσματα) [[σαθρός]], [[ετοιμόρροπος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ενέχει κινδύνους, ο [[επικίνδυνος]] («ἰσχυρῷ καὶ | |mltxt=-ές (Α [[ἐπισφαλής]])<br /><b>1.</b> αυτός που κινδυνεύει να πέσει, που υπόκειται σε [[πτώση]], [[αβέβαιος]], [[ασταθής]] (α. «η [[θέση]] της κυβέρνησης [[είναι]] [[επισφαλής]]» β. «τὰ μεγάλα πάντ’ ἐπισφαλῆ», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για κτίσματα) [[σαθρός]], [[ετοιμόρροπος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ενέχει κινδύνους, ο [[επικίνδυνος]] («ἰσχυρῷ καὶ ἐπισφαλεῖ νοσήματι», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> αυτός που δεν [[είναι]] εξασφαλισμένος από [[επίθεση]]<br /><b>3.</b> (για [[τόπο]]) ο [[μειονεκτικός]] από [[άποψη]] ασφάλειας, αυτός που η [[θέση]] του [[είναι]] επικίνδυνη<br /><b>4.</b> «[[ἐπισφαλής]] εἰμι εἴς τι» — [[υπόκειμαι]] σε [[κάτι]], [[κυρίως]] για [[κακό]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>επισφαλώς</i><br />με τρόπο επισφαλή, επικίνδυνα, αβέβαια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>σφαλής</i> από θ. <i>σφαλ</i>- (<i>έ</i>-<i>σφαλ</i>-<i>ον</i> <span style="color: red;"><</span> [[σφάλλω]])<br />[[πρβλ]]. <i>α</i>-<i>σφαλής δομο</i>-<i>σφαλής</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:30, 13 October 2022
Greek Monolingual
-ές (Α ἐπισφαλής)
1. αυτός που κινδυνεύει να πέσει, που υπόκειται σε πτώση, αβέβαιος, ασταθής (α. «η θέση της κυβέρνησης είναι επισφαλής» β. «τὰ μεγάλα πάντ’ ἐπισφαλῆ», Πλάτ.)
2. (για κτίσματα) σαθρός, ετοιμόρροπος
αρχ.
1. αυτός που ενέχει κινδύνους, ο επικίνδυνος («ἰσχυρῷ καὶ ἐπισφαλεῖ νοσήματι», Ιπποκρ.)
2. αυτός που δεν είναι εξασφαλισμένος από επίθεση
3. (για τόπο) ο μειονεκτικός από άποψη ασφάλειας, αυτός που η θέση του είναι επικίνδυνη
4. «ἐπισφαλής εἰμι εἴς τι» — υπόκειμαι σε κάτι, κυρίως για κακό.
επίρρ...
επισφαλώς
με τρόπο επισφαλή, επικίνδυνα, αβέβαια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -σφαλής από θ. σφαλ- (έ-σφαλ-ον < σφάλλω)
πρβλ. α-σφαλής δομο-σφαλής].