πάνσοφος: Difference between revisions

From LSJ

Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit

Menander, Monostichoi, 153
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[πάνσοφος]], -ον, Α και [[πάσσοφος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που γνωρίζει τα [[πάντα]] [[παντογνώστης]] («[[πάσσοφος]] γὰρ μοι δοκεῑ [[ἀνήρ]] [[εἶναι]] καὶ θεῑος», Πλατ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το αρσ. ως κύριο όν.</b>) <i>ο Πάνσοφος</i><br />μία από τις προσωνυμίες του Θεού. Επιρρ. <i>πανσόφως</i> και <i>πάνσοφα</i> ΝΜΑ<br />με [[μεγάλη]] [[σοφία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>σοφος</i>].
|mltxt=-η, -ο / [[πάνσοφος]], -ον, Α και [[πάσσοφος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που γνωρίζει τα [[πάντα]] [[παντογνώστης]] («[[πάσσοφος]] γὰρ μοι δοκεῖ [[ἀνήρ]] [[εἶναι]] καὶ θεῖος», Πλατ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το αρσ. ως κύριο όν.</b>) <i>ο Πάνσοφος</i><br />μία από τις προσωνυμίες του Θεού. Επιρρ. <i>πανσόφως</i> και <i>πάνσοφα</i> ΝΜΑ<br />με [[μεγάλη]] [[σοφία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>σοφος</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 09:40, 13 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάνσοφος Medium diacritics: πάνσοφος Low diacritics: πάνσοφος Capitals: ΠΑΝΣΟΦΟΣ
Transliteration A: pánsophos Transliteration B: pansophos Transliteration C: pansofos Beta Code: pa/nsofos

English (LSJ)

ον, most clever, π. κρότημα, of Odysseus, S.Fr.913; εὕρημα E.HF188; τὸ π. ὄνομα A. Supp.320; τὸν πάνσοφον ἀριθμὸν εὕρηκ' ἔξοχον σοφισμάτων Trag.Adesp.470.3:—also πάσσοφος, as in the best codd. of Pl.Prt.315e, Tht.149d, al., IG12(5).891.4 (Tenos). Adv. -φως Pl.Com.(?) 269 (= ip.196 Meineke), Steph.in Hp.1.92 D.

German (Pape)

[Seite 462] auch πάσσοφος geschrieben, ganz weise, allweise; Eur. Herc. Fur. 188; Plat. Rep. X, 598 d u. öfter; Sp., auch adv., Poll. 4, 23.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tout à fait sage.
Étymologie: πᾶν, σοφός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πάνσοφος -ον ook πάσσοφος [πᾶς, σοφός] zeer wijs.

Russian (Dvoretsky)

πάνσοφος: v.l. πάσσοφος 2
1) чрезвычайно мудрый, мудрейший, хитроумнейший (Ὀδυσσεύς Soph.; εὕρημα Eur.; δόγμα Plut.);
2) принадлежащий мудрецу (ὄνομα Aesch.).

Spanish

que todo lo sabe

Greek Monolingual

-η, -ο / πάνσοφος, -ον, Α και πάσσοφος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που γνωρίζει τα πάντα παντογνώστηςπάσσοφος γὰρ μοι δοκεῖ ἀνήρ εἶναι καὶ θεῖος», Πλατ.)
νεοελλ.
(το αρσ. ως κύριο όν.) ο Πάνσοφος
μία από τις προσωνυμίες του Θεού. Επιρρ. πανσόφως και πάνσοφα ΝΜΑ
με μεγάλη σοφία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + σοφος].

Greek Monotonic

πάνσοφος: και πάσ-σοφος, -ον, πάρα πολύ σοφός, σε Ευρ., Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

πάνσοφος: -ον, ὁ πάνυ σοφός, ἐπὶ τοῦ Ὀδυσσέως, Σοφ. Ἀποσπάσμ. 784˙ εὕρημα Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 188˙ τὸ π. ὄνομα Αἰσχύλ˙ Ἱκέτ. 319˙ ὡσαύτως φέρεται πάσσοφος, ἐν τοῖς ἀρίστοις Ἀντιγράφοις τοῦ Πρωταγ. 315Ε, Πολ. 598D, Θεαιτ. 149D, κ. ἀλλ. - Ἐπίρρ. -φως, Πλάτ. Κωμ. (;) ἐν Meineke 1, σ. 196.

Middle Liddell

πάν-σοφος, ανδ πάσ-σοφος, ον,
all-wise, Eur., Plat.

English (Woodhouse)

very clever, very wise

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)