χειμάζομαι: Difference between revisions

From LSJ

Βασίλεια δ' εἰκών ἐστιν ἔμψυχος θεοῦ → Rex est imago viva viventis dei → Ein Königreich ist ein beseeltes Bild von Gott

Menander, Monostichoi, 79
(46)
 
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΑ, και ενεργ. τ. [[χειμάζω]] και [[χιμάζω]] Α [[χεῑμα]]<br /><b>παθ.</b><br /><b>1.</b> [[υφίσταμαι]] τις δυσμενείς καιρικές συνθήκες του χειμώνα<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> δοκιμάζομαι, βασανίζομαι, ταλαιπωρούμαι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>ενεργ.</b> α) [[εκθέτω]] [[κάτι]] στο [[ψύχος]] του χειμώνα<br />β) ([[κυρίως]] για θεό) [[εγείρω]] [[θύελλα]], [[προκαλώ]] [[κακοκαιρία]] («θεού τοιαῡτα χειμάζοντος», <b>Σοφ.</b>)<br />γ) (για καιρικές συνθήκες) αποδιώχνω κάποιον ή [[κάτι]] με τη σφοδρότητά μου<br />δ) <b>μτφ.</b> [[ταλαιπωρώ]], [[βασανίζω]] («τόδ' [[αἷμα]] χειμάζον πόλιν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> α) [[διέρχομαι]] τον χειμώνα σε έναν [[τόπο]], [[διαχειμάζω]], [[ξεχειμωνιάζω]] («[[χειμάζω]] δ' ἐν κοίλοις ἄντροις», <b>Αριστοφ.</b>)<br />β) ([[ιδίως]] για [[στράτευμα]]) [[στρατοπεδεύω]] σε [[τόπο]] προφυλαγμένο από την [[κακοκαιρία]] του χειμώνα για να ξεχειμωνιάσω<br /><b>3.</b> (ως τριτοπρόσ.) <i>χειμάζει</i><br />κάνει [[βαρυχειμωνιά]]<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> (για δένδρα) ζω [[κατά]] τη [[διάρκεια]] του χειμώνα.
|mltxt=ΝΑ, και ενεργ. τ. [[χειμάζω]] και [[χιμάζω]] Α [[χεῖμα]]<br /><b>παθ.</b><br /><b>1.</b> [[υφίσταμαι]] τις δυσμενείς καιρικές συνθήκες του χειμώνα<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> δοκιμάζομαι, βασανίζομαι, ταλαιπωρούμαι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>ενεργ.</b> α) [[εκθέτω]] [[κάτι]] στο [[ψύχος]] του χειμώνα<br />β) ([[κυρίως]] για θεό) [[εγείρω]] [[θύελλα]], [[προκαλώ]] [[κακοκαιρία]] («θεού τοιαῡτα χειμάζοντος», <b>Σοφ.</b>)<br />γ) (για καιρικές συνθήκες) αποδιώχνω κάποιον ή [[κάτι]] με τη σφοδρότητά μου<br />δ) <b>μτφ.</b> [[ταλαιπωρώ]], [[βασανίζω]] («τόδ' [[αἷμα]] χειμάζον πόλιν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> α) [[διέρχομαι]] τον χειμώνα σε έναν [[τόπο]], [[διαχειμάζω]], [[ξεχειμωνιάζω]] («[[χειμάζω]] δ' ἐν κοίλοις ἄντροις», <b>Αριστοφ.</b>)<br />β) ([[ιδίως]] για [[στράτευμα]]) [[στρατοπεδεύω]] σε [[τόπο]] προφυλαγμένο από την [[κακοκαιρία]] του χειμώνα για να ξεχειμωνιάσω<br /><b>3.</b> (ως τριτοπρόσ.) <i>χειμάζει</i><br />κάνει [[βαρυχειμωνιά]]<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> (για δένδρα) ζω [[κατά]] τη [[διάρκεια]] του χειμώνα.
}}
}}

Latest revision as of 10:01, 13 October 2022

Greek Monolingual

ΝΑ, και ενεργ. τ. χειμάζω και χιμάζω Α χεῖμα
παθ.
1. υφίσταμαι τις δυσμενείς καιρικές συνθήκες του χειμώνα
2. μτφ. δοκιμάζομαι, βασανίζομαι, ταλαιπωρούμαι
αρχ.
1. ενεργ. α) εκθέτω κάτι στο ψύχος του χειμώνα
β) (κυρίως για θεό) εγείρω θύελλα, προκαλώ κακοκαιρία («θεού τοιαῡτα χειμάζοντος», Σοφ.)
γ) (για καιρικές συνθήκες) αποδιώχνω κάποιον ή κάτι με τη σφοδρότητά μου
δ) μτφ. ταλαιπωρώ, βασανίζω («τόδ' αἷμα χειμάζον πόλιν», Σοφ.)
2. (αμτβ.) α) διέρχομαι τον χειμώνα σε έναν τόπο, διαχειμάζω, ξεχειμωνιάζωχειμάζω δ' ἐν κοίλοις ἄντροις», Αριστοφ.)
β) (ιδίως για στράτευμα) στρατοπεδεύω σε τόπο προφυλαγμένο από την κακοκαιρία του χειμώνα για να ξεχειμωνιάσω
3. (ως τριτοπρόσ.) χειμάζει
κάνει βαρυχειμωνιά
4. παθ. (για δένδρα) ζω κατά τη διάρκεια του χειμώνα.