λακωνίζω: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut

Menander, Monostichoi, 93
mNo edit summary
(CSV import)
Line 12: Line 12:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α [[λακωνίζω]]) [[Λάκων]]<br />εκφράζομαι με [[συντομία]] και [[ακρίβεια]] («[[τὸ λακωνίζειν ἐστι φιλοσοφεῖν]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μιμούμαι]] τους Λάκωνες ως [[προς]] τον τρόπο ζωής τους, ζω με στερήσεις και κακουχίες («οἳ μεθ' ἡμέραν μὲν ἐσκυθρωπάκασι καὶ [[λακωνίζειν]] φασί», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ψελλίζω]], [[τραυλίζω]]<br /><b>3.</b> [[διάκειμαι]] φιλικά [[προς]] τους Λάκωνες, [[ανήκω]] σε φιλοσπαρτιατικό [[κόμμα]] ή [[μερίδα]], [[υποστηρίζω]] τους Λάκωνες<br /><b>4.</b> [[ρέπω]] [[προς]] την [[παιδεραστία]].
|mltxt=(Α [[λακωνίζω]]) [[Λάκων]]<br />εκφράζομαι με [[συντομία]] και [[ακρίβεια]] («[[τὸ λακωνίζειν ἐστι φιλοσοφεῖν]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μιμούμαι]] τους Λάκωνες ως [[προς]] τον τρόπο ζωής τους, ζω με στερήσεις και κακουχίες («οἳ μεθ' ἡμέραν μὲν ἐσκυθρωπάκασι καὶ [[λακωνίζειν]] φασί», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ψελλίζω]], [[τραυλίζω]]<br /><b>3.</b> [[διάκειμαι]] φιλικά [[προς]] τους Λάκωνες, [[ανήκω]] σε φιλοσπαρτιατικό [[κόμμα]] ή [[μερίδα]], [[υποστηρίζω]] τους Λάκωνες<br /><b>4.</b> [[ρέπω]] [[προς]] την [[παιδεραστία]].
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[μιμοῦμαι]] [[τούς]] Λάκωνες). Ἀπό τό [[Λάκων]].<br><b>Παράγωγα:</b> λακωνικός, [[λακωνισμός]], [[λακωνιστής]].
}}
}}

Revision as of 13:50, 14 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λᾰκωνίζω Medium diacritics: λακωνίζω Low diacritics: λακωνίζω Capitals: ΛΑΚΩΝΙΖΩ
Transliteration A: lakōnízō Transliteration B: lakōnizō Transliteration C: lakonizo Beta Code: lakwni/zw

English (LSJ)

[ᾰ] imitate Lacedaemonian manners, imitate Lacedaemonian dress, etc., Pl. Prt. 342b sq. X. HG 4.8.18, D. 54.34; τὸ λακωνίζειν πολὺ μᾶλλόν ἐστιν φιλοσοφεῖνφιλογυμναστεῖν = to be Lacedaemonian is much more to love wisdom than to love gymnastics, Pl. Prt. 342e6; λακωνίζω τῇ διαίτῃ Plu. Alc. 23; λακωνίζω τῇ φωνῇ Id. 2.150b; hence, speak laconically, ib. 513a, etc.; = titubo, Gloss.
ΙΙ.act in the Lacedaemonian interest, X. HG 4.44.2, etc.
ΙΙΙ.παιδεραστέω (be a pederast), Ar. Fr. 338, Eup. 351.1. See also Λακωνίζω.

Greek Monolingual

λακωνίζω) Λάκων
εκφράζομαι με συντομία και ακρίβειατὸ λακωνίζειν ἐστι φιλοσοφεῖν»)
αρχ.
1. μιμούμαι τους Λάκωνες ως προς τον τρόπο ζωής τους, ζω με στερήσεις και κακουχίες («οἳ μεθ' ἡμέραν μὲν ἐσκυθρωπάκασι καὶ λακωνίζειν φασί», Δημοσθ.)
2. ψελλίζω, τραυλίζω
3. διάκειμαι φιλικά προς τους Λάκωνες, ανήκω σε φιλοσπαρτιατικό κόμμα ή μερίδα, υποστηρίζω τους Λάκωνες
4. ρέπω προς την παιδεραστία.

Mantoulidis Etymological

(=μιμοῦμαι τούς Λάκωνες). Ἀπό τό Λάκων.
Παράγωγα: λακωνικός, λακωνισμός, λακωνιστής.