βούβαλος: Difference between revisions
τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
(CSV import) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (AM [[βούβαλος]]) (νεοελλ. θηλ. [[βουβάλα]] και [[βουβαλίνα]], η)<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> γενική [[ονομασία]] βοοειδών του Παλαιού Κόσμου<br />[[είναι]] ζώα ρωμαλέα με [[χρώμα]] μαύρο [[προς]] πυρρό ή σταχτί<br /><b>2.</b> [[χοντρός]] και [[άκομψος]] [[άνθρωπος]]<br /><b>3.</b> [[νωθρός]] και [[χοντροκέφαλος]]<br /><b>αρχ.</b><br />η [[βούβαλις]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[βουβάλι]]]. | |mltxt=ο (AM [[βούβαλος]]) (νεοελλ. θηλ. [[βουβάλα]] και [[βουβαλίνα]], η)<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> γενική [[ονομασία]] βοοειδών του Παλαιού Κόσμου<br />[[είναι]] ζώα ρωμαλέα με [[χρώμα]] μαύρο [[προς]] πυρρό ή σταχτί<br /><b>2.</b> [[χοντρός]] και [[άκομψος]] [[άνθρωπος]]<br /><b>3.</b> [[νωθρός]] και [[χοντροκέφαλος]]<br /><b>αρχ.</b><br />η [[βούβαλις]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[βουβάλι]]]. | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=(=ἄγριο βόδι). Ἀπό τήν ἴδια ρίζα μέ τό [[βοῦς]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:50, 14 October 2022
English (LSJ)
ὁ, = βούβαλις (antelope, bubaline antelope, Bubalis mauretanica), Arist.PA663a11, Plb.12.3.5, D.S.2.51, Str. 17.3.4, Ph.2.353, J.AJ8.2.4, Opp.C.2.300. II = ἀστράγαλος, Hsch. III buffalo, Agath.1.4.
Spanish (DGE)
(βούβᾰλος) -ου, ὁ I zool.
1 antílope Arist.PA 663a11, Plb.12.3.5, LXX De.14.5, D.S.2.51, Str.17.3.4, Ph.2.353, I.AI 8.40, Opp.C.2.300, Hsch.
2 búfalo Agath.1.4.5, Mart.Sp.22.10, Plin.HN 8.38.
II βούβαλον· μέγα καὶ πολύ EM 206.20G., cf. Hsch.
German (Pape)
[Seite 455] ὁ, Büffel, Pol. 12, 3; D. Sic. 2, 51; vgl. Opp. C. 2, 300.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
buffle, animal.
Étymologie: DELG cf. βοῦς.
Russian (Dvoretsky)
βούβᾰλος: ὁ
1) буйвол Polyb., Diod.;
2) Arst. = βουβαλίς.
Greek (Liddell-Scott)
βούβᾰλος: ὁ, πιθ. = βούβαλις, διότι συγκαταλέγεται μεταξὺ τῶν ἐλάφων καὶ δορκάδων, Ἀριστ. Ζ. Μ. 3. 2, πρβλ. Πολύβ. 12. 5.
Greek Monolingual
ο (AM βούβαλος) (νεοελλ. θηλ. βουβάλα και βουβαλίνα, η)
μσν.- νεοελλ.
1. γενική ονομασία βοοειδών του Παλαιού Κόσμου
είναι ζώα ρωμαλέα με χρώμα μαύρο προς πυρρό ή σταχτί
2. χοντρός και άκομψος άνθρωπος
3. νωθρός και χοντροκέφαλος
αρχ.
η βούβαλις.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. βουβάλι].
Mantoulidis Etymological
(=ἄγριο βόδι). Ἀπό τήν ἴδια ρίζα μέ τό βοῦς.