κενόδοξος: Difference between revisions

From LSJ

ἐπὶ τὰ χείρω καὶ ἐπὶ τὰ βελτίω → for worse or for better, for better or for worse

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
(CSV import)
Line 33: Line 33:
{{Chinese
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':kenÒdoxoj 咳挪-多克索士<br />'''詞類次數''':形容詞(1)<br />'''原文字根''':空的-看來好像(的)<br />'''字義溯源''':虛榮的,自負的,自欺的,驕傲的;由([[κενός]])*=虛空的)與([[δόξα]])=榮耀)組成,其中 ([[δόξα]])出自([[δοκέω]])*=想)。參讀 ([[κενός]])同源字<br />'''出現次數''':總共(1);加(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 虛榮(1) 加5:26
|sngr='''原文音譯''':kenÒdoxoj 咳挪-多克索士<br />'''詞類次數''':形容詞(1)<br />'''原文字根''':空的-看來好像(的)<br />'''字義溯源''':虛榮的,自負的,自欺的,驕傲的;由([[κενός]])*=虛空的)與([[δόξα]])=榮耀)組成,其中 ([[δόξα]])出自([[δοκέω]])*=想)。參讀 ([[κενός]])同源字<br />'''出現次數''':總共(1);加(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 虛榮(1) 加5:26
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=ματαιόδοξος). Ἀπό τό [[κενός]] + [[δόξα]] τοῦ [[δοκέω]] -ῶ, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
}}
}}

Revision as of 14:56, 14 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κενόδοξος Medium diacritics: κενόδοξος Low diacritics: κενόδοξος Capitals: ΚΕΝΟΔΟΞΟΣ
Transliteration A: kenódoxos Transliteration B: kenodoxos Transliteration C: kenodoksos Beta Code: keno/docos

English (LSJ)

ον, vain-glorious, conceited, Plb.27.7.12, Ph.1.672, Ep.Gal.5.26, Arr. Epict.3.24.43, Jul.Or.6.180d; κληρονομία Vett.Val.271.2.

German (Pape)

[Seite 1417] voll eitler Ruhmsucht; Pol. 21, 6, 12; D. Sic. 17, 107; häufiger bei Sp., bes. K. S.; auch adv. κενοδόξως.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κενόδοξος -ον [κενός, δόξα] ijdel, verwaand.

Russian (Dvoretsky)

κενόδοξος: тщеславный Polyb., Diod., NT.

Greek (Liddell-Scott)

κενόδοξος: ον. ματαιόδοξος, μάταιος, ἀλαζών, κενῆς, ματαίας δόξης ἐπιθυμητής, ἐραστής, Πολύβ. 27.6, 12· «κενόδοξον κλητέον τὸν ἐφ’ οἷς μὴ πράττει δοξάζεσθαι βουλόμενον» Ἰσίδ. Πηλ. 3.381, σ. 402., 5.401, σ.682.

English (Strong)

from κενός and δόξα; vainly glorifying, i.e. self-conceited: desirous of vain-glory.

English (Thayer)

κενοδοξον (κενός, δόξα), glorying without reason, conceited, vain-glorious, eager for empty glory: Polybius, Diodorus; Antoninus 5,1; (cf. Philo de trib. virt. § 2at the end); ecclesiastical writings.)

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ κενόδοξος, -ον)
αυτός που επιζητεί κενή, μάταιη δόξα, δοξομανής, ματαιόδοξος
μσν.
1. αλαζόνας, φαντασμένος, περήφανος
2. το ουδ. ως ουσ. το κενόδοξον
α) ματαιοδοξία
β) αλαζονεία
γ) τα μεγαλεία («ἠρνήθην... καὶ τὰ λαμπρὰ και τὸ κενόδοξόν του», Βέλθ.).
επίρρ...
κενοδόξωςκενοδόξως)
με κενοδοξία, ματαιόδοξα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο)- + -δοξος (< δόξα), πρβλ. ορθό-δοξος, ψευδό-δοξος].

Chinese

原文音譯:kenÒdoxoj 咳挪-多克索士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:空的-看來好像(的)
字義溯源:虛榮的,自負的,自欺的,驕傲的;由(κενός)*=虛空的)與(δόξα)=榮耀)組成,其中 (δόξα)出自(δοκέω)*=想)。參讀 (κενός)同源字
出現次數:總共(1);加(1)
譯字彙編
1) 虛榮(1) 加5:26

Mantoulidis Etymological

(=ματαιόδοξος). Ἀπό τό κενός + δόξα τοῦ δοκέω -ῶ, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.