καγχάζω: Difference between revisions
γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
(CSV import) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=later form for [[καχάζω]], Babr.] | |mdlsjtxt=later form for [[καχάζω]], Babr.] | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=(=γελῶ δυνατά). Ὀνοματοποιημένη λέξη ἀπό τόν ἦχο: χά-χά-χά, [[ὅταν]] γελᾶμε.<br><b>Παράγωγα:</b> [[καγχασμός]] (=δυνατό γέλιο), [[καγχαστής]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:15, 14 October 2022
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 1278] s. καχάζω u. das Folgde.
French (Bailly abrégé)
1 rire aux éclats;
2 p. ext. se moquer de qqn en gén.
Étymologie: forme réc. de καχάζω ; R. Χαδ, avec redoubl. et nasalisat. ; cf. χάσκω, χανδάνω, lat. cachinnus.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καγχάζω zie καχάζω.
Russian (Dvoretsky)
καγχάζω:
1) громко смеяться, хохотать Arph., Anth.: κ. ἐπί τινι Luc. смеяться над кем-л.;
2) насмехаться (καγχάζοντες γλῶσσαι Soph.).
Greek Monolingual
(Α καχάζω και μτγν. τ. καγχάζω)
1. γελώ δυνατά, ηχηρά, χαχανίζω
2. γελώ κοροϊδευτικά, κοροϊδεύω, χλευάζω («ἁπάντων καγχαζόντων γλώσσαις», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται ετυμολογικά πιθ. με το καγχαλῶ].
Greek Monotonic
καγχάζω: μεταγεν. τύπος αντί καχάζω, σε Βάβρ.
Greek (Liddell-Scott)
καγχάζω: μεταγεν. τύπος ἀντὶ τοῦ καχάζω, ὃ ἴδε.
Middle Liddell
later form for καχάζω, Babr.]
Mantoulidis Etymological
(=γελῶ δυνατά). Ὀνοματοποιημένη λέξη ἀπό τόν ἦχο: χά-χά-χά, ὅταν γελᾶμε.
Παράγωγα: καγχασμός (=δυνατό γέλιο), καγχαστής.