ἐγκυμονέω: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}})" to "$1$3 $2")
(CSV import)
Line 18: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐγκῡμονέω''': [[συλλαμβάνω]] ἐν γαστρί, [[γίνομαι]] [[ἔγκυος]], κυοφορῶ, Γεωπ. 14. 26, 2· ἔχω ἐν γαστρί, [[ὁπηνίκα]] τὸν Δία ἐγκυμονοῦσα ἐτύγχανε Ἀπολλόδ. 1. 2, 6· τὸ ἐγκυμονούμενον, τὸ [[ἔμβρυον]], Διον. Ἁλ. 1. 70.
|lstext='''ἐγκῡμονέω''': [[συλλαμβάνω]] ἐν γαστρί, [[γίνομαι]] [[ἔγκυος]], κυοφορῶ, Γεωπ. 14. 26, 2· ἔχω ἐν γαστρί, [[ὁπηνίκα]] τὸν Δία ἐγκυμονοῦσα ἐτύγχανε Ἀπολλόδ. 1. 2, 6· τὸ ἐγκυμονούμενον, τὸ [[ἔμβρυον]], Διον. Ἁλ. 1. 70.
}}
{{mantoulidis
|mantxt=-ῶ (=κυοφορῶ, εἶμαι γκαστρωμένη). Παρασύνθετο ἀπό τό [[ἐγκύμων]] ([[ἐν]] + [[κῦμα]] = φούσκωμα κοιλιᾶς, θάλασσας). Τό [[κῦμα]] ἀπό τό κύω. Παράγωγο: [[ἐγκυμόνησις]].
}}
}}

Revision as of 15:45, 14 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγκῡμονέω Medium diacritics: ἐγκυμονέω Low diacritics: εγκυμονέω Capitals: ΕΓΚΥΜΟΝΕΩ
Transliteration A: enkymonéō Transliteration B: enkymoneō Transliteration C: egkymoneo Beta Code: e)gkumone/w

English (LSJ)

become pregnant, Gp.14.26.2; τὸν Δία conceive, Apollod. 1.1.5.

Spanish (DGE)

1 quedar preñada, empreñarse, concebir ἐὰν ... ἐγκυμονήσῃ ἡ γυνή Epiph.Const.Haer.26.5.4, φησὶ ... γύπας ... ἀντιπρώρους τῷ νότῳ πετομένους ἐγκυμονεῖν Gp.14.26.2, fig. (λογισμοὶ ἀθέμιτοι) τοῖς τῆς καρδίας ταμείοις ἐγκυμονήσουσιν (razonamientos impíos) concebirán en los rincones del corazón Gr.Agr.Eccl.M.98.1093C
esp. en part. fem. preñada, embarazada de c. ac. τὸν Δία ἐγκυμονοῦσα Rea, Apollod.1.1.6, fig. ταῖς ἐγκυμονούσαις ... τὸν θεῖον ἔρωτα ψυχαῖς a las almas que llevan en su seno el amor divino Isid.Pel.Ep.M.78.316C
abs. de la Virgen, Iust.Phil.Dial.78.3, γυναιξὶν ἐγκυμονούσαις Eutecnius C.Par.15.1, ἄρκτον ἐγκυμονοῦσαν ζωγραφοῦσιν Horap.2.83, ἐξαίφνης τὴν ἐγκυμονοῦσαν τίκτειν Heph.Astr.App.1.4, Pítane de Posidón διαλαθεῖν ἐγκυμονοῦσαν Sch.Pi.O.6.48c
en v. pas., del feto estar en el útero, haber sido concebido sinón. de κυοφορέομαι Cod.Iust.6.48.1.3.
2 en v. pas. ser llevado en el vientre, ser gestado τὸν χρόνον τῶν ἐγκυμονουμένων παίδων Epiph.Const.Haer.30.27.1.

German (Pape)

[Seite 711] schwanger sein, Geop.; τινά, mit einem Kinde, Apolld. 1, 2, 6 u. öfter bei Sp.; τὸ ἐγκυμονούμενον, die Leibesfrucht, Dion. Hal. 1, 60.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκῡμονέω: συλλαμβάνω ἐν γαστρί, γίνομαι ἔγκυος, κυοφορῶ, Γεωπ. 14. 26, 2· ἔχω ἐν γαστρί, ὁπηνίκα τὸν Δία ἐγκυμονοῦσα ἐτύγχανε Ἀπολλόδ. 1. 2, 6· τὸ ἐγκυμονούμενον, τὸ ἔμβρυον, Διον. Ἁλ. 1. 70.

Mantoulidis Etymological

-ῶ (=κυοφορῶ, εἶμαι γκαστρωμένη). Παρασύνθετο ἀπό τό ἐγκύμων (ἐν + κῦμα = φούσκωμα κοιλιᾶς, θάλασσας). Τό κῦμα ἀπό τό κύω. Παράγωγο: ἐγκυμόνησις.