уступать: Difference between revisions
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
(DvTab) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[ὑστερίζω]], [[ἐλλείπω]], [[ὑστερέω]], [[ὑπακούω]], [[ὑφίστημι]], [[παραδίδωμι]], [[προΐημι]], [[παρίημι]], [[ἐφίημι]], [[ἐάω]], [[στέργω]], [[ὑπείκω]], [[χαλάω]], [[παραχωρέω]], [[ἀνθυπείκω]], [[συνενδίδωμι]], [[ἐπανίημι]], [[εἴκω]], [[ὑποδίδωμι]], [[ἐπισυνδίδωμι]], [[προσχωρέω]], [[συμφέρω]], [[ἐπιχωρέω]], [[προαπολείπω]], [[ὑποστέλλω]], [[μαλακίζομαι]], [[συνείκω]], [[παρείκω]], [[προσομολογέω]], [[παρενδίδωμι]], [[καταχωρέω]], [[ἐκχωρέω]], [[μεθίημι]], [[ὑφίημι]], [[στερεόφρων]], [[χαρίζομαι]] | |rueltext=[[ὑστερίζω]], [[ἐλλείπω]], [[ὑστερέω]], [[ὑπακούω]], [[ὑφίστημι]], [[παραδίδωμι]], [[προΐημι]], [[παρίημι]], [[ἐφίημι]], [[ἐάω]], [[στέργω]], [[ὑπείκω]], [[χαλάω]], [[παραχωρέω]], [[ἀνθυπείκω]], [[συνενδίδωμι]], [[ἐπανίημι]], [[εἴκω]], [[ὑποδίδωμι]], [[ἐπισυνδίδωμι]], [[προσχωρέω]], [[συμφέρω]], [[ἐπιχωρέω]], [[προαπολείπω]], [[ὑποστέλλω]], [[μαλακίζομαι]], [[συνείκω]], [[παρείκω]], [[προσομολογέω]], [[παρενδίδωμι]], [[καταχωρέω]], [[ἐκχωρέω]], [[μεθίημι]], [[ὑφίημι]], [[στερεόφρων]], [[χαρίζομαι]], [[ἐλασσοῦμαι]], [[ἐλαττοῦμαι]] | ||
}} | }} |
Revision as of 14:11, 15 October 2022
Russian > Greek
ὑστερίζω, ἐλλείπω, ὑστερέω, ὑπακούω, ὑφίστημι, παραδίδωμι, προΐημι, παρίημι, ἐφίημι, ἐάω, στέργω, ὑπείκω, χαλάω, παραχωρέω, ἀνθυπείκω, συνενδίδωμι, ἐπανίημι, εἴκω, ὑποδίδωμι, ἐπισυνδίδωμι, προσχωρέω, συμφέρω, ἐπιχωρέω, προαπολείπω, ὑποστέλλω, μαλακίζομαι, συνείκω, παρείκω, προσομολογέω, παρενδίδωμι, καταχωρέω, ἐκχωρέω, μεθίημι, ὑφίημι, στερεόφρων, χαρίζομαι, ἐλασσοῦμαι, ἐλαττοῦμαι