παρείκω
Γράμματα μαθεῖν δεῖ καὶ μαθόντα νοῦν ἔχειν → Prudentia opus est, ubi didiceris litteras → Das Lesen lerne, Schreiben, und dann aufgepasst
English (LSJ)
aor. 2 παρείκαθον (v. infr.),
A give way, σε… αἰτῶ πιθέσθαι καὶ παρεικαθεῖν S. OC1334, cf. Ant.1102; permit, allow, ὅσον γ'ἂν ἡ δύναμις παρείκῃ Pl.R.374e; ὅπως ἂν παρείκωσι θεοὶ νομοθετεῖν Id.Lg. 934c; οἷσπερ ἂν ὁ θεὸς παρείκῃ Id.Tht. 150d; κατὰ τὸ αἰεὶ παρεῖκον = by such ways as permitted a passage, as were practicable, Th.4.36; χωρίοις ἀποτόμοις καὶ χαλεποῖς, οὐ μὴν ἀλλὰ… παρείκουσιν Plu.Cam.27.
2 relax, let fall, τὴν χεῖρα Clearch. 25.
II impers., παρείκει μοι = it is competent for me, it is allowable for me, εἴ μοι παρείκοι S.Ph. 1048; ὅπῃ παρείκοι = wherever it was practicable, Th.3.1; καθ' ὅσον παρείκει Pl.Smp. 187e: c. inf., τόν γε βουλόμενον… οὐκέτι παρείκει… ἀκολάστως ζῆν Id.Lg. 734b; ἐὰν ἄρα ἡμῖν πῃ παρεικάθῃ (Böckh for παρεικασθῇ… ἀπαλλάττειν Id.Sph. 254c.
German (Pape)
[Seite 511] auf die Seite gehen, weichen, nachgeben, erlauben; οἷς περ ἂν ὁ θεὸς παρείκῃ, Plat. Theaet. 150 d; ὅσον γ' ἂν δύναμις παρείκῃ, Rep. II, 374 e; Sp., wie Plut. Camill. 27; auch Thuc. 4, 36, κατὰ τὸ ἀεὶ παρεῖκον (v.l. παρῆκον) τοῦ κρημνώδους τῆς νήσου (nach dem Schol. ἐνδιδὸν καὶ ἀνάβασιν παρέχον), wo es vor den Klippen möglich war. – Häufig impers., es steht mir frei, hängt von mir ab, πόλλ' ἂν λέγειν ἔχοιμι πρὸς τὰ τοῦδ' ἔπη, εἴ μοι παρείκοι, Soph. Phil. 1037, wo der Schol. erkl. εἰ καιρὸς ἐπιτρέψειέ μοι; Thuc. ὅπη παρείκοι, 3, 1; καθόσον παρείκει, soweit es angeht, Plat. Conv. 187 e, vgl. Legg. V, 734 b.
French (Bailly abrégé)
1 tr. concéder, accorder, permettre : τί τινι qch à qqn;
2 • impers. παρείκει, il est permis.
Étymologie: παρά, εἴκω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρ-είκω, poët. aor. παρείκαθον wijken, toestaan:; κατὰ τὸ αἰεὶ παρεῖκον overal waar (de steile oever) dat toeliet Thuc. 4.36.2; met dat..; οἷσπερ ἂν ὁ θεὸς παρείκῃ aan wie de godheid het vergunt Plat. Tht. 150d; abs. toegeven:. δοκεῖ παρεικαθεῖν; denk je dat ik moet toegeven? Soph. Ant. 1102. onpers. het is toegestaan:; ὅπῃ παρείκοι waar ze maar de kans kregen Thuc. 3.1.2; met dat.: εἴ μοι παρείκοι als het mij is toegestaan Soph. Ph. 1048.
Russian (Dvoretsky)
παρείκω: (aor. 2 παρείκαθον, inf. aor. παρεικαθεῖν)
1 уступать, соглашаться (πιθέσθαι καὶ παρεικαθεῖν Soph.);
2 позволять, разрешать (ὅσον γ᾽ ἂν ἡ δύναμις παρείκῃ Plat.): κατὰ τὸ ἀεὶ παρεῖκον Thuc. насколько только (было) возможно; εἴ μοι παρείκοι (impers.) Soph. если бы у меня была возможность.
Greek (Liddell-Scott)
παρείκω: ποιητικ. ἀόριστ. β΄ παρείκᾰθον, ἀπαρέμφ. -αθεῖν (ἴδε ἐν λέξει σχέθω). Ὑποχωρῶ, ἐνδίδω, πρός νύν σε κρηνῶν καὶ θεῶν ὁμογνίων αἰτῶ πιθέσθαι καὶ παρικαθεῖν Σοφ. Ο. Κ. 1334, πρβλ. Ἀντιγ. 1102· ἐπιτρέπω, ὅσον γ’ ἂν ἡ δύναμις παρείκῃ Πλάτ. Πολ. 374Ε· ὅπως ἂν παρείκωσι θεοὶ νομοθετεῖν ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 934C· οἷσπερ ἂν ὁ θεὸς παρείκῃ ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 150D· κατὰ τὸ ἀεὶ παρεῖκον, ὡς ἑκάστοτε ὁ τόπος ἐπέτρεπε, Θουκ. 4. 36· χωρίοις ἀποτόμοις καὶ χαλεποῖς, οὐ μὴν ἀλλὰ.. παρείκουσιν Πλουτ. Κάμιλλ. 27. 2) ἑρμηνεύεται χαλαρώνω, ἀφίνω νὰ πέσῃ, τὴν χεῖρα Ἀθήν. 257Α. ΙΙ. ἀπροσώπ., εἴ μοι παρείκοι, = εἴ μοι σχολὴ εἴη, Σοφοκλ. Φιλ. 1048, ἔνθα ἴδε σημ. Jebb· ὅπῃ παρείκοι, ὁπουδήποτε ἦτο δυνατὸν ἢ κατορθωτόν, Θουκ. 3. 1· καθ’ ὅσον παρείκοι Πλάτ. Συμπ. 187Ε· μετ’ ἀπαρ., τόν γε βουλόμενον ἡδέως ζῆν οὐκέτι παρείκει ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 734Β· ἐὰν ἄρα ἡμῖν πῃ παρεικάθῃ (οὕτως ὁ Böckh ἀντὶ -ασθῇ).. ἀπαλλάττειν ὁ αὐτ. ἐν Σοφιστ. 254C.
Greek Monolingual
Α
1. υποχωρώ, ενδίδω («ταῡτ' ἐπαινεῖς καὶ δοκεῖς παρεικαθεῖν», Σοφ.)
2. επιτρέπω («κατὰ τὸ παρεῖκον τῶν καιρῶν» — όσο επιτρέπουν οι περιστάσεις, Πλάτ.)
3. απρόσ. παρείκει
επιτρέπεται, είναι δυνατόν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + εἴκω «υποχωρώ»].
Greek Monotonic
παρείκω: μέλ. -ξω, ποιητ. αόρ. βʹ παρείκᾰθον, απαρ. -αθεῖν·
I. υποχωρώ, τινί, σε κάποιον, σε Σοφ.· απόλ., επιτρέπω, ανέχομαι, σε Πλάτ.· κατὰ τὸ παρεῖκον, με τέτοιους τρόπους ώστε να είναι δυνατό ή κατορθωτό, σε Θουκ.
II. απρόσ., παρείκει μοι, είναι δυνατό, κατορθωτό σε μένα, εἴ μοι παρείκοι, σε Σοφ.· ὅπῃ παρέκει, οπουδήποτε ήταν κατορθωτό, σε Θουκ.
Middle Liddell
fut. ξω poet. aor2 παρείκᾰθον inf. -αθεῖν
I. to give way, τινί to one, Soph.: absol. to permit, allow, Plat.; κατὰ τὸ παρεῖκον by such ways as were practicable, Thuc.
II. impers., παρείκει μοι it is competent, allowable for me, εἴ μοι παρείκοι Soph.; ὅπῃ παρείκοι wherever it was practicable, Thuc.