Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐπανίημι

From LSJ

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπανίημι Medium diacritics: ἐπανίημι Low diacritics: επανίημι Capitals: ΕΠΑΝΙΗΜΙ
Transliteration A: epaníēmi Transliteration B: epaniēmi Transliteration C: epaniimi Beta Code: e)pani/hmi

English (LSJ)

A let loose at, σοὶ δ' ἐπὶ τοῦτον ἀνῆκε Il.5.405.
II let go, give up, c. acc., ταῦτ' ἐπανέντας D.2.30; dismiss, τὸν παρόντ' ἐπανεῖναι φόβον Id.18.177; remit, τοῖς νέοις τὰ σκληρότατα τῆς ἀγωγῆς Plu.Lyc.22; release from, τὰς κύνας ἐ. τῶν πόνων X.Cyn.7.1; relax, τῆς ὀργῆς Ruf. ap. Orib.6.38.5.
2 relax, τὸν δακτύλιον (v. δακτύλιος II.2) Dsc.Eup.2.56: more freq. intr., relax, leave off, τέμνων οὐκ ἐπανῆκεν πρὶν.. Pl.Phdr.266a: abs., of spasms, σιηγὼν ἐπανῆκε Hp. Epid.3.17.β'; μὴ ἐπανιείς without slackening speed, X.Cyn.4.5; ἐπανῆκεν ὁ σῖτος corn became easier in price, D.32.25; ἐπανέντα lukewarm, opp. θερμά, Sosip.1.53.

German (Pape)

[Seite 902] (s. ἵημι), nachlassen, fahren lassen; τινὰ τῶν πόνων, ausruhen lassen von, Xen. Cyn. 7, 1; τοῖς νέοις τὰ σκληρότατα τῆς ἀγωγῆς Plut. Lyc. 22; aufgeben, unterlassen, Dem. 2, 30; δεῖ τὸν παρόντα ἐπανεῖναι φόβον 18, 177. – Gew. intr., nachlassen, von der Krankheit, Hippocr.; οὐκ ἐπανῆκε τέμνων πρίν Plat. Phaedr. 266 a; ὡς ἐπανῆκεν ὁ σῖτος Dem. 32, 25, das Getreide sank im Preise; τῶν ὄψων τὰ μὲν θερμὰ παραθεῖναι, τὰ δ' ἐπανέντα, τὰ δὲ μέσως, τὰ δ' ὅλως ἀποψύξαντα Sosip. Ath IX, 378 (v. 53). – Auch pass., ἀτελής, ὃς ἐπανεῖται τὰ τέλη, dem die Abgaben erlassen worden, Poll. 8, 156; ἁρμονία ἐπανειμένη Plut. mus. 16.

French (Bailly abrégé)

f. ἐπανήσω, ao. ἐπανῆκα, etc.
I. tr. 1 relâcher, laisser aller : τινί τι abandonner ou remettre qch à qqn;
2 écarter : τὸν φόβον DÉM s'affranchir de la crainte;
II. intr. 1 se relâcher;
2 diminuer de prix.
Étymologie: ἐπί, ἀνίημι.

Russian (Dvoretsky)

ἐπανίημι: (fut. ἐπανήσω, aor. ἐπανῆκα)
1 оставлять, отбрасывать (τὸν παρόντα φόβον Dem.);
2 переставать, прекращать (οὐκ ἐ. πρίν … Plat.);
3 ослаблять, уступать: ἐ. τινί τι Plut. сделать кому-л. уступку в чем-л.; ἐ. τινὰ τῶν πόνων Xen. давать кому-л. отдых; μὴ ἐπανιείς Xen. не убавляя стремительности, т. е. неуклонно;
4 падать в цене, дешеветь (ἐπανῆκεν ὁ σῖτος Dem.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπανίημι: ἐπαφίημι, ἐπιπέμπω, ἀπολύω τινὰ ἐναντίον τινός, σοὶ δ᾿ ἐπὶ τοῦτον ἀνῆκεν Ἰλ. Ε. 405. ΙΙ. ἀφίνω κατὰ μέρος, μετ᾿ αἰτ., δεῖ δὴ ταῦτα ἐπανέντας Δημ. 26. 27 μετριάζω, πρῶτον μὲν οὖν τὸν παρόντα ἐπανεῖναι φόβον ὁ αὐτὸς 287. 7· χαλαρώνω κἄπως, τότε δὲ καὶ τοῖς νέοις τὰ σκληρότατα τῆς ἀγωγῆς ἐπανιέντες κτλ. Πλουτ. Λυκ. 22· ἀπαλλάσω, ἐπανιέντα τῶν πόνων (τὰς κύνας) Ξεν. Κυν. 7, 1. 2) ἀμεταβ., παύομαι, τέμνων οὐκ ἐπανῆκε πρίν... Πλάτ. Φαῖδρ. 266Α· ἀπολ., ἐπὶ σπασμῶν, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Γʹ, 1096· διωκέτωσαν δὲ ἐρρωμένως καὶ μὴ ἐπανιεῖσαι, μὴ ἐλαττοῦσαι τὸν δρόμον, Ξεν. Κυν. 4. 5, πρβλ. 7. 11., 10, 11· ἐπανῆκεν ὁ σῖτος, Λατ. annona laxavit, ἐχαλαρώθη, ἔπεσεν ἡ τιμὴ τοῦ σίτου, Δημ. 889. 9· τῶν ὄψων τὰ μὲν θερμὰ παραθεῖναι, τὰ δὲ ἐπανέντα, χλιαρά, Σωσίπατρος ἐν «Καταψευδομένῳ» 1. 53 (Ἀθήν. 378F.)

Greek Monolingual

ἐπανίημι (Α) ίημι
1. εξαπολύω κάποιον εναντίον άλλου («σοὶ δὲ ἐπὶ τοῦτον ἀνῆκε θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη», Ομ. Ιλ.)
2. αφήνω κατά μέρος, παρατώ («δεῖ δὲ ταῦτα ἐπανέντας κοινόν... τὸ πράττειν ποιῆσαι», Δημοσθ.)
3. μετριάζω, χαλαρώνω κάπως, αμελώ («τοῖς νέοις τὰ σκληρότατα τῆς ἀγωγῆς ἐπανιέντες», Πλούτ.)
4. απαλλάσσω («σκυλακεύειν δὲ αὐτὰς ἐπανιέντα τῶν πόνων τοῦ χειμῶνος», Ξεν.)
5. (αμτβ.) σταματώ («τέμνων οὐκ ἐπανῆκε πρίν...», Πλάτ.)
6. (για κυνηγετικά σκυλιά) ελαττώνω την ταχύτητα
7. (για σιτάρι) υφίσταμαι υποτίμηση, φτηναίνω
8. (για φαγητά) φρ. «ἐπανέντα ὄψα» — τα χλιαρά φαγητά.

Greek Monotonic

ἐπανίημι: μέλ. -ανήσω, αόρ. αʹ -ανῆκα·
I. αφήνω, εξαπολύω κάποιον εναντίον κάποιου άλλου, τινά τινί, σε Ομήρ. Ιλ.
II. 1. αφήνω κατά μέρος, χαλαρώνω, σε Δημ.
2. αμτβ., παύομαι, σταματώ να κάνω κάτι, με μτχ., σε Πλάτ.· απόλ., ἐπανῆκεν ὁ σῖτος, έπεσε η τιμή του σιταριού, σε Δημ.

Middle Liddell

fut. -ανήσω aor1 -ανῆκα
I. to let loose at, τινά τινι Il.
II. to let go back, relax, Dem.
2. intr. to relax, leave off doing, c. part., Plat.: absol., ἐπανῆκεν ὁ σῖτος corn fell in price, Dem.