μεγαλόδοξος: Difference between revisions
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
m (Text replacement - "<span class="bibl">LXX" to "<span class="bibl">LXX") |
(CSV import) |
||
Line 36: | Line 36: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=μεγᾰλό-δοξος, ον [[δόξα]]<br />[[very]] [[glorious]], Pind., Plut. | |mdlsjtxt=μεγᾰλό-δοξος, ον [[δόξα]]<br />[[very]] [[glorious]], Pind., Plut. | ||
}} | |||
{{elmes | |||
|esmgtx=-ον [[gloriosísimo]] de Afrodita χαῖρε, θεὰ μεγαλόδοξε <b class="b3">te saludo, diosa gloriosísima</b> P IV 3224 de la Providencia ἤδη, ἤδη, συντέλεσον, ἐντὸς ὥρας τῆσδε ποίει, μεγαλόδοξε Πρόνοια <b class="b3">ya, ya, cúmplelo, actúa dentro de esta hora, gloriosísima Providencia</b> P LVII 36 de otros seres indefinidos ἐπικαλοῦμαι ὑμᾶς ... μεγαλοδυνάμους, μεγαλοδόξους, μεγασθενεῖς <b class="b3">os invoco a vosotros, que tenéis gran poder, gloriosísimos, que tenéis gran fuerza</b> P IV 1346 | |||
}} | }} |
Revision as of 15:06, 15 October 2022
English (LSJ)
ον, very glorious, Εὐνομία Pi.O.9.16; κύριος OGI90.1 (Rosetta, ii B.C.); Ῥώμη Plu. Thes.1, cf. Herm. ap. Stob.1.49.44. Adv. -ξως LXX 3 Ma.6.39.
German (Pape)
[Seite 106] von großem Ruhme, sehr ruhmvoll; Pind. Ol. 9, 17; Plut. Thes. 1 u. Sp., auch adv.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
de grande réputation, illustre.
Étymologie: μέγας, δόξα.
Russian (Dvoretsky)
μεγᾰλόδοξος: покрытый великой славой, прославленный Pind., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
μεγᾰλόδοξος: -ον, λίαν ἔνδοξος, Εὐνομία Πινδ. Ο. 9. 26, Πλουτ. Θησ. 1.
English (Slater)
μεγᾰλόδοξος, -ον of great fame σώτειρα μεγαλόδοξος Εὐνομία (O. 9.16)
Spanish
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑM μεγαλόδοξος, -ον)
1. πολύ ένδοξος
2. αυτός που έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του.
επίρρ...
μεγαλοδόξως (Α)
με μεγάλη δόξα, πολύ ένδοξα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + -δοξος (< δόξα), πρβλ. ματαιό-δοξος].
Greek Monotonic
μεγᾰλόδοξος: -ον (δόξα), πολύ ένδοξος, σε Πίνδ., Πλούτ.
Middle Liddell
μεγᾰλό-δοξος, ον δόξα
very glorious, Pind., Plut.
Léxico de magia
-ον gloriosísimo de Afrodita χαῖρε, θεὰ μεγαλόδοξε te saludo, diosa gloriosísima P IV 3224 de la Providencia ἤδη, ἤδη, συντέλεσον, ἐντὸς ὥρας τῆσδε ποίει, μεγαλόδοξε Πρόνοια ya, ya, cúmplelo, actúa dentro de esta hora, gloriosísima Providencia P LVII 36 de otros seres indefinidos ἐπικαλοῦμαι ὑμᾶς ... μεγαλοδυνάμους, μεγαλοδόξους, μεγασθενεῖς os invoco a vosotros, que tenéis gran poder, gloriosísimos, que tenéis gran fuerza P IV 1346