ἔκλαμπρος: Difference between revisions

From LSJ

Γνώμη γερόντων ἀσφαλεστέρα νέωνSenum quam iuvenum monita attendes tutius → Der Alten Rat und Meinung birgt mehr Sicherheit

Menander, Monostichoi, 107
m (Text replacement - "<span class="bibl">LXX" to "<span class="bibl">LXX")
(CSV import)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἔκλαμπρος]], -ον)<br /><b>1.</b> [[ολόλαμπρος]], πολύ [[φωτεινός]]<br /><b>2.</b> (υπερθ. -ότατος) τιμητική [[προσηγορία]] κρατικών ή εκκλησιαστικών αξιωματούχων («εκλαμπρότατε άρχοντα»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[έκλαμπρος]]<br />ο [[στιλβαδάμας]], το [[μπριγιάντι]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ένδοξος]], [[ξακουστός]]<br /><b>2.</b> [[εγκάρδιος]], [[θερμός]]<br /><b>3.</b> [[θαυμαστός]], [[εξαιρετικός]]<br /><b>4.</b> [[ζωηρός]]<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <b>φρ.</b> «ἔκλαμπρον γελᾱν» — γελάει με φωτεινό [[χαμόγελο]].
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἔκλαμπρος]], -ον)<br /><b>1.</b> [[ολόλαμπρος]], πολύ [[φωτεινός]]<br /><b>2.</b> (υπερθ. -ότατος) τιμητική [[προσηγορία]] κρατικών ή εκκλησιαστικών αξιωματούχων («εκλαμπρότατε άρχοντα»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[έκλαμπρος]]<br />ο [[στιλβαδάμας]], το [[μπριγιάντι]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ένδοξος]], [[ξακουστός]]<br /><b>2.</b> [[εγκάρδιος]], [[θερμός]]<br /><b>3.</b> [[θαυμαστός]], [[εξαιρετικός]]<br /><b>4.</b> [[ζωηρός]]<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <b>φρ.</b> «ἔκλαμπρον γελᾱν» — γελάει με φωτεινό [[χαμόγελο]].
}}
{{elmes
|esmgtx=-ον [[radiante]] de Helios δεῦρό μοι, ... ὁ ἔ. Ἥλιος, ὁ αὐγάζων καθ' ὅλην τὴν οἰκουμένην <b class="b3">aquí a mí, el radiante Helios, el que resplandece sobre toda la tierra</b> P III 143
}}
}}

Revision as of 15:22, 15 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔκλαμπρος Medium diacritics: ἔκλαμπρος Low diacritics: έκλαμπρος Capitals: ΕΚΛΑΜΠΡΟΣ
Transliteration A: éklampros Transliteration B: eklampros Transliteration C: eklampros Beta Code: e)/klampros

English (LSJ)

ον, very bright, φλόγες LXX Wi.17.5, cf. Sch.Arat. 169: neut. as adverb, ἔκλαμπρον γελᾶν Ath.4.158d. Regul. Adv. ἐκλάμπρως = brilliantly, Annuario3.151 (Pisidia, ἐγλ-lapis).

Spanish (DGE)

-ον
I 1de astros resplandeciente ἄστρων ἔκλαμπροι φλόγες LXX Sap.17.5, cf. Sch.Arat.169, Ἥλιος PMag.3.143
neutr. subst. τὸ ἔκλαμπρον = brillo Polem.Phgn.23
fig. del alma, Leont.Const.Hom.9.51, cf. Cat.Cod.Astr.12.105.16.
2 de sonidos estrepitoso neutr. sg. como adv. γελάσαντος πάνυ ἔκλαμπρον = mientras se reía estrepitosamente Ath.158d.
II adv. ἐκλάμπρως = brillantemente, con brillantez ἱερασάμενον ... ἐν ταῖς ἄλλαις ἱερωσύναις ἐκτενῶς καὶ ἐ. SEG 2.717 (Pisidia, imper.).

German (Pape)

[Seite 766] sehr glänzend, sehr hell, Sp.; ἔκλαμπρον γελᾶν, hell auflachen, Ath. IV, 158 d.

Greek (Liddell-Scott)

ἔκλαμπρος: -ον, λίαν λαμπρός, Σχόλ. εἰς Ἄρατ., ἔκλαμπρον γελᾶν Ἀθήν. 158D.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἔκλαμπρος, -ον)
1. ολόλαμπρος, πολύ φωτεινός
2. (υπερθ. -ότατος) τιμητική προσηγορία κρατικών ή εκκλησιαστικών αξιωματούχων («εκλαμπρότατε άρχοντα»)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο έκλαμπρος
ο στιλβαδάμας, το μπριγιάντι
μσν.
1. ένδοξος, ξακουστός
2. εγκάρδιος, θερμός
3. θαυμαστός, εξαιρετικός
4. ζωηρός
αρχ.
(το ουδ. ως επίρρ.) φρ. «ἔκλαμπρον γελᾱν» — γελάει με φωτεινό χαμόγελο.

Léxico de magia

-ον radiante de Helios δεῦρό μοι, ... ὁ ἔ. Ἥλιος, ὁ αὐγάζων καθ' ὅλην τὴν οἰκουμένην aquí a mí, el radiante Helios, el que resplandece sobre toda la tierra P III 143