φύλαγμα: Difference between revisions
Πέτρος Ἰουδαίοις τάδε πρῶτα τεθέσπικε πιστοῖς → Peter has laid down the following first writing for the Jewish faithful
(CSV import) |
|||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το, ΝΜΑ, και [[φύλαμα]] Ν [[φυλάσσω]]<br />[[φύλαξη]], [[περιφρούρηση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[παραφύλαγμα]], [[ενέδρα]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[παράγγελμα]], [[εντολή]] («φυλάξεσθε τὰ φυλάγματα Κυρίου», ΠΔ)<br /><b>αρχ.</b><br />[[φράγμα]], προστατευτικό [[τείχος]]. | |mltxt=το, ΝΜΑ, και [[φύλαμα]] Ν [[φυλάσσω]]<br />[[φύλαξη]], [[περιφρούρηση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[παραφύλαγμα]], [[ενέδρα]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[παράγγελμα]], [[εντολή]] («φυλάξεσθε τὰ φυλάγματα Κυρίου», ΠΔ)<br /><b>αρχ.</b><br />[[φράγμα]], προστατευτικό [[τείχος]]. | ||
}} | |||
{{elmes | |||
|esmgtx=τό [[objeto que protege]], [[amuleto]] φύλασσε δὲ σεαυτόν, οἵῳ βούλει φυλάγματι <b class="b3">guárdate a ti mismo con el amuleto que quieras</b> P IV 2111 | |||
}} | }} |
Revision as of 15:25, 15 October 2022
English (LSJ)
[ῠ], ατος, τό, A gloss on ἔρυμα, Sch.Th.6.66; on εἶλαρ, EM298.4. 2 protection, γῆ αἰώνιον φ. Secund.Sent.15, cf. Simp. in Cat.373.36. II precept, commandment, LXX Le.8.35, 22.9, al., Jul.Gal.238c.
German (Pape)
[Seite 1313] τό, = φυλακή, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
φύλαγμα: τό, φραγμός, Σχόλ. εἰς Θουκ. 6. 66, Ἐτυμ. Μέγ. 298, 5., 378, 24. ΙΙ. παράγγελμα, ἐντολή, Ἑβδ. (Λευ. Ηϳ, 35., ΚΒϳ, 9, κ. ἀλλ.).
Spanish
Greek Monolingual
το, ΝΜΑ, και φύλαμα Ν φυλάσσω
φύλαξη, περιφρούρηση
νεοελλ.
παραφύλαγμα, ενέδρα
μσν.-αρχ.
παράγγελμα, εντολή («φυλάξεσθε τὰ φυλάγματα Κυρίου», ΠΔ)
αρχ.
φράγμα, προστατευτικό τείχος.
Léxico de magia
τό objeto que protege, amuleto φύλασσε δὲ σεαυτόν, οἵῳ βούλει φυλάγματι guárdate a ti mismo con el amuleto que quieras P IV 2111