ψευδομάρτυς: Difference between revisions
Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib
(CSV import) |
m (Text replacement - "(?s)({{trml.*}}\n)({{.*}}$)" to "$2 $1") |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ψευδο-[[μάρτυς]], ῠρος, ὁ,<br />a false [[witness]], Plat. | |mdlsjtxt=ψευδο-[[μάρτυς]], ῠρος, ὁ,<br />a false [[witness]], Plat. | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=-υροςἈπ' τό [[ψευδής]] + [[μάρτυς]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, [[καθώς]] καί στό [[ρῆμα]] [[ψεύδω]]. | |||
}} | }} | ||
{{trml | {{trml | ||
|trtx=Ancient Greek: [[ψευδομάρτυς]]; Bulgarian: лъжесвидетел; Czech: křivopřísežník; Finnish: valapatto; French: [[faux témoin]], [[parjure]]; German: [[Meineidige]]; Irish: ainteastach; Italian: [[spergiuro]], [[spergiura]]; Maori: kaioati teka; Norwegian: løftebryter; Old English: mānswara; Russian: [[лжесвидетель]], [[клятвопреступник]]; Spanish: [[perjurador]], [[perjuradora]]; Swedish: menedare | |trtx=Ancient Greek: [[ψευδομάρτυς]]; Bulgarian: лъжесвидетел; Czech: křivopřísežník; Finnish: valapatto; French: [[faux témoin]], [[parjure]]; German: [[Meineidige]]; Irish: ainteastach; Italian: [[spergiuro]], [[spergiura]]; Maori: kaioati teka; Norwegian: løftebryter; Old English: mānswara; Russian: [[лжесвидетель]], [[клятвопреступник]]; Spanish: [[perjurador]], [[perjuradora]]; Swedish: menedare | ||
}} | }} |
Revision as of 16:00, 15 October 2022
English (LSJ)
ῠρος, ὁ, false witness, pl. in Gorg.Pal.23, Pl.Grg. 472b, Critias 61: sg., IG5(2).357.4 (Stymphalus, iii B.C.): ψευδομάρτυρες τοῦ θεοῦ false witnesses about God, 1 Ep.Cor.15.15; as adjective, τὰν δίκαν τὰν ψευδομάρτυρα the action for false witness, IGl.c. l. 8; ψ. τιμαί honours attesting no real merit, Plu.2.821f.
German (Pape)
[Seite 1394] υρος, ὁ, = ψευδομάρτυρ.
French (Bailly abrégé)
υρος (ὁ) :
celui qui repose sur un faux témoignage.
Étymologie: ψευδής, μάρτυς.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ψευδομάρτυς -υρος, ὁ [ψευδής, μάρτυς] valse getuige.
Greek Monolingual
-υρος, ο, η, ΝΜΑ, και ψευδομάρτυρας και ψευτομάρτυρας, ο, Ν
μάρτυρας που συνειδητά δίνει ψευδή κατάθεση, που καταθέτει ψεύτικα στοιχεία ως αληθινά ή παρασιωπά άλλα (α. «είναι γνωστός ψευδομάρτυρας» β. καὶ πολλῶν ψευδομαρτύρων προσελθόντων οὐχ εὗρον, ΚΔ
γ. «ψευδομάρτυρες πολλοὺς κατ' ἐμοῦ παρασχόμενος ἐπιχειρεῖς ἐκβάλλειν με ἐκ τῆς οὐσίας», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)- + μάρτυς, -υρος].
Greek Monotonic
ψευδομάρτυς: -ῠρος, ὁ, ψευδής μάρτυρας, ψεύδορκος, σε Πλάτ.
Greek (Liddell-Scott)
ψευδομάρτυς: -ῠρος, ὁ, ψευδὴς μάρτυς, Πλάτ. Γοργ. 472Β· - ὡς ἐπίθ., αἱ ἀπὸ θεάτρων .. ψευδώνυμοι τιμαὶ καὶ ψευδομάρτυρες, τιμαὶ στηριζόμεναι ἐπὶ ψεύδους, Πλούτ. 2. 821F· μόνον εὕρηται ἐν τῷ πληθ., Πολυδ. ς΄, 152.
Middle Liddell
ψευδο-μάρτυς, ῠρος, ὁ,
a false witness, Plat.
Mantoulidis Etymological
-υροςἈπ' τό ψευδής + μάρτυς, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στό ρῆμα ψεύδω.
Translations
Ancient Greek: ψευδομάρτυς; Bulgarian: лъжесвидетел; Czech: křivopřísežník; Finnish: valapatto; French: faux témoin, parjure; German: Meineidige; Irish: ainteastach; Italian: spergiuro, spergiura; Maori: kaioati teka; Norwegian: løftebryter; Old English: mānswara; Russian: лжесвидетель, клятвопреступник; Spanish: perjurador, perjuradora; Swedish: menedare