καταγγελεύς: Difference between revisions

From LSJ

Ἐχθροῖς ἀπιστῶν οὔποτ' ἂν πάθοις βλάβην → Minus dolebis, quo hostibus credes minus → Dem Feind misstrauend bleibst von Schaden du verschont

Menander, Monostichoi, 164
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
(CSV import)
Line 39: Line 39:
{{Chinese
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':kataggeleÚj 卡特-昂給留士<br />'''詞類次數''':名詞(1)<br />'''原文字根''':向下-信息者<br />'''字義溯源''':宣佈者,宣講者,傳說,傳講;源自([[καταγγέλλω]])=宣佈);由([[κατά]] / [[καθεῖς]] / [[καθημέραν]] / [[κατακύπτω]])*=下,按照)與([[ἄγγελος]])=使者)組成;其中 ([[ἄγγελος]])出自([[ἀγγελία]])X*=帶來消息)<br />'''出現次數''':總共(1);徒(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 傳講(1) 徒17:18
|sngr='''原文音譯''':kataggeleÚj 卡特-昂給留士<br />'''詞類次數''':名詞(1)<br />'''原文字根''':向下-信息者<br />'''字義溯源''':宣佈者,宣講者,傳說,傳講;源自([[καταγγέλλω]])=宣佈);由([[κατά]] / [[καθεῖς]] / [[καθημέραν]] / [[κατακύπτω]])*=下,按照)與([[ἄγγελος]])=使者)組成;其中 ([[ἄγγελος]])出自([[ἀγγελία]])X*=帶來消息)<br />'''出現次數''':總共(1);徒(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 傳講(1) 徒17:18
}}
{{ntsuppl
|ntstxt=έως (ὁ) prédicateur ; héraut, annonciateur<br>[[καταγγέλλω]]
}}
}}

Revision as of 19:05, 17 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταγγελεύς Medium diacritics: καταγγελεύς Low diacritics: καταγγελεύς Capitals: ΚΑΤΑΓΓΕΛΕΥΣ
Transliteration A: katangeleús Transliteration B: katangeleus Transliteration C: kataggeleys Beta Code: kataggeleu/s

English (LSJ)

έως, ὁ, one who proclaims, herald, ἀγώνων IG12(2).58a10 (Mytilene, i B.C.), cf. BSA26.163 (Sparta, ii A.D.); ξένων δαιμονίων Act.Ap.17.18.

German (Pape)

[Seite 1341] ὁ, der da meldet, verkündigt, ξένων δαιμονίων N. T.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταγγελεύς -έως, ὁ [καταγγέλλω] boodschapper.

Russian (Dvoretsky)

καταγγελεύς: έως ὁ провозвестник (ξένων δαιμονίων NT).

English (Strong)

from καταγγέλλω; a proclaimer: setter forth.

English (Thayer)

καταγγελεως, ὁ (καταγγέλλω, which see), "announcer (Vulg. annuntiator), proclaimer: with the genitive of the object, Acts 17:18. (Ecclesiastical writings.)

Greek Monolingual

καταγγελεύς, -έως, ὁ (Α)
αυτός που αναγγέλλει, που γνωστοποιεί κάτι («ξένων δαιμόνων δοκεῖ καταγγελεὺς εἶναι», ΚΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -αγγελεύς (< ἄγγελος), πρβλ. εισαγγελεύς, υπαγγελεύς].

Greek Monotonic

καταγγελεύς: -έως, ὁ, = κατάγγελος, σε Καινή Διαθήκη

Greek (Liddell-Scott)

καταγγελεύς: έως, ὁ, = κατάγγελος, Πράξ. Ἀποστ. ιζ΄, 18.

Middle Liddell

καταγγελεύς, έως, = κατάγγελος, NTest.]

Chinese

原文音譯:kataggeleÚj 卡特-昂給留士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:向下-信息者
字義溯源:宣佈者,宣講者,傳說,傳講;源自(καταγγέλλω)=宣佈);由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(ἄγγελος)=使者)組成;其中 (ἄγγελος)出自(ἀγγελία)X*=帶來消息)
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編
1) 傳講(1) 徒17:18

French (New Testament)

έως (ὁ) prédicateur ; héraut, annonciateur
καταγγέλλω