μαντείη: Difference between revisions

From LSJ

ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his

Source
mNo edit summary
m (Text replacement - "===oracular response===" to "===oracular response===")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{trml
{{trml
|trtx====[[oracular]] [[response]]===
|trtx====[[oracular response]]===
Bulgarian: пророчество; Esperanto: oraklo; French: [[oracle]]; German: [[Orakel]], [[Orakelspruch]]; Greek: [[χρησμός]]; Ancient Greek: [[χρησμός]]; Hungarian: jóslat; Icelandic: véfrétt, goðsvar; Irish: oracal; Italian: [[oracolo]], [[divinazione]]; Latin: [[fatus]]; Portuguese: [[oráculo]]; Russian: [[прорицание]]; Turkish: ırık, ırım
Bulgarian: пророчество; Esperanto: oraklo; French: [[oracle]]; German: [[Orakel]], [[Orakelspruch]]; Greek: [[χρησμός]]; Ancient Greek: [[χρησμός]]; Hungarian: jóslat; Icelandic: véfrétt, goðsvar; Irish: oracal; Italian: [[oracolo]], [[divinazione]]; Latin: [[fatus]]; Portuguese: [[oráculo]]; Russian: [[прорицание]]; Turkish: ırık, ırım
}}
}}

Revision as of 09:31, 22 October 2022

Greek Monolingual

η (AM μαντεία, Α επικ. τ. μαντείη, ιων. τ. μαντηΐη, Μ και μαντειά) μαντεύω
1. το να προλέγει κάποιος αυτά που πρόκειται να συμβούν ή να αποκαλύπτει τα άγνωστα, η προφητική δύναμη, η μαντική ιδιότητα, η μαντική τέχνη («μαντείας... δεῖται ὅ,τι ποτὲ λέγεις», Πλάτ.)
2. συν. στον πληθ. οι προφητείες, οι χρησμοί, οι εξηγήσεις τών σημείων
μσν.
μαγική πράξη
αρχ.
1. ο τρόπος με τον οποίο δινόταν ο χρησμός («ἡ δὲ μαντηΐη ἥ τε ἐν Θήβῃσι τῇσι Αἰγυπτίῃσι καὶ ἐν Δωδώνῃ παραπλήσιαι ἀλλῄλησι», Ηρόδ.)
2. εικασία, πιθανολογία, υπόθεση («τον γε ἄνευ πείρας αἱρούμενον μαντείᾳ μᾶλλον ἢ κρίσει τἀληθὲς ἀναζητοῦντα», Λουκιαν.)
3. σκοτεινή έκφραση, δυσνόητος λόγος («εἰ οὖν πῃ ἔχεις συμβαλεῖν τὴν Κρατύλου μαντείαν», Πλάτ.)
4. φρ. «ὡς ἡ ἐμὴ μαντεία» — όπως προλέγω, όπως προφητεύω εγώ (Πλάτ.).

Translations

oracular response

Bulgarian: пророчество; Esperanto: oraklo; French: oracle; German: Orakel, Orakelspruch; Greek: χρησμός; Ancient Greek: χρησμός; Hungarian: jóslat; Icelandic: véfrétt, goðsvar; Irish: oracal; Italian: oracolo, divinazione; Latin: fatus; Portuguese: oráculo; Russian: прорицание; Turkish: ırık, ırım