εὐκατέργαστος: Difference between revisions
Εὔτακτον εἶναι τἀλλότρια δειπνοῦντα δεῖ → Modestia est servanda cenanti foris → Sich fügen muss, wer fremdes Eigentum verzehrt
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "πᾱσιν" to "πᾶσιν") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐκατέργαστος]], -ον)<br />αυτός που μπορεί εύκολα να υποστεί [[κατεργασία]], ο [[ευκολοδούλευτος]] («εὐκατέργαστα ἔρια», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τροφές) [[εύπεπτος]]<br /><b>2.</b> αυτός που επιτελείται, που κατορθώνεται εύκολα<br /><b>3.</b> αυτός που καταβάλλεται, που νικιέται εύκολα («καταφρονήσαντες ὑμῶν ὡς | |mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐκατέργαστος]], -ον)<br />αυτός που μπορεί εύκολα να υποστεί [[κατεργασία]], ο [[ευκολοδούλευτος]] («εὐκατέργαστα ἔρια», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τροφές) [[εύπεπτος]]<br /><b>2.</b> αυτός που επιτελείται, που κατορθώνεται εύκολα<br /><b>3.</b> αυτός που καταβάλλεται, που νικιέται εύκολα («καταφρονήσαντες ὑμῶν ὡς πᾶσιν εὐκατεργάστων», <b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>κατ</i>-<i>εργαστος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>-[[εργάζομαι]]), [[πρβλ]]. <i>α</i>-<i>κατ</i>-<i>έργαστος</i>, <i>πολυ</i>-<i>κατ</i>-<i>έργαστος</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 18:38, 29 October 2022
English (LSJ)
ον, A easy to work, χώρα Thphr.CP4.7.3 (Comp.); ἔρια Gal. 18(2).525; of food, easy of digestion, X.Mem.4.3.6 (Comp.), Diph.Siph. ap. Ath.2.91e, Dsc.2.90, Sor.1.49. 2 easy of accomplishment, D.Ep.1.6 (Comp.), Arist.Rh.1363a31; εὐκατεργαστότερόν ἐστι c. inf., X.HG6.1.12. 3 easy to subdue or conquer, D.H.3.20; πᾶσιν Plu.Pyrrh.19.
German (Pape)
[Seite 1074] leicht zu bearbeiten, γῆ, Theophr.; leicht auszuführen, Xen. Hell. 6, 1, 12, im compar.; Arist. rhet. 1, 6; – leicht zu überwältigen, D. Hal. 3, 30; Plut. Pyrrh. 19; – leicht zu verdauen, Xen. Mem. 3, 4, 6.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 facile à digérer;
2 facile à accomplir, à exécuter;
3 facile à soumettre ou à conquérir.
Étymologie: εὖ, κατεργάζομαι.
Russian (Dvoretsky)
εὐκατέργαστος:
1) легко выполнимый Arst.: ἔτι εὐκατεργαστότερον ἡγοῦμαι εἶναι Xen. (это) представляется мне делом еще более легким;
2) легко перерабатываемый, удобоваримый (sc. τροφή Xen.);
3) легкий для завоевания (πᾶσιν Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐκατέργαστος: -ον, ὃν εὐκόλως καταργάζεταί τις, χώρα Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 4. 7, 3· ἔρια Γαλην. τ. 12. σ. 226F· ἐπὶ τροφῆς, εὔπεπτος, εὐκολοχώνευτος, Ξεν. Ἀπομν. 4. 3, 6. 2) εὐχερῶς κατορθούμενος, Δημ. 1464. 65, Ἀριστ. Ρητ. 1. 6, 29· εὐκατεργαστότερόν ἐστι, μετ’ ἀπαρ., Ξεν. Ἑλλην. 6. 1, 12. 3) εὐκατάβλητος, εὐκαταμάχητος, Διον. Ἁλ. 3, 20, Πλουτ. Πύρρ. 19.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ εὐκατέργαστος, -ον)
αυτός που μπορεί εύκολα να υποστεί κατεργασία, ο ευκολοδούλευτος («εὐκατέργαστα ἔρια», Γαλ.)
αρχ.
1. (για τροφές) εύπεπτος
2. αυτός που επιτελείται, που κατορθώνεται εύκολα
3. αυτός που καταβάλλεται, που νικιέται εύκολα («καταφρονήσαντες ὑμῶν ὡς πᾶσιν εὐκατεργάστων», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -κατ-εργαστος (< κατ-εργάζομαι), πρβλ. α-κατ-έργαστος, πολυ-κατ-έργαστος].
Greek Monotonic
εὐκατέργαστος: -ον (κατεργάζομαι),·
1. αυτός που δουλεύεται εύκολα· λέγεται για τροφή, εύπεπτος, ευκολοχώνευτος, σε Ξεν.
2. αυτός που περατώνεται, πραγματοποιείται εύκολα, στον ίδ.
3. αυτός που εύκολα υποτάσσεται, που αναχαιτίζεται εύκολα, σε Πλούτ.
Middle Liddell
εὐ-κατέργαστος, ον κατεργάζομαι
1. easy to work: of food, easy of digestion, Xen.
2. easy of accomplishment, Xen.
3. easy to subdue, Plut.