ἔμπα: Difference between revisions
From LSJ
ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "πᾱς" to "πᾶς") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἔμπᾰ''': ἐπίρρ., ἴδε | |lstext='''ἔμπᾰ''': ἐπίρρ., ἴδε ἔμπᾶς. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἔμπᾰ:''' επίρρ., βλ. | |lsmtext='''ἔμπᾰ:''' επίρρ., βλ. ἔμπᾶς. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 18:39, 29 October 2022
English (LSJ)
v. ἔμπας.
Spanish (DGE)
v. ἔμπας.
German (Pape)
French (Bailly abrégé)
poét. c. ἔμπας.
Russian (Dvoretsky)
ἔμπα: adv. Pind., Soph. = ἔμπας.
Greek (Liddell-Scott)
ἔμπᾰ: ἐπίρρ., ἴδε ἔμπᾶς.
Greek Monolingual
(I)
ἔμπα (Α)
επίρρ. βλ. έμπας.
(II)
το
1. το να μπαίνει κάποιος κάπου, η είσοδος
2. είσοδος, θύρα
3. έναρξη περιόδου («το έμπα του χειμώνα»)
4. φρ. «το έμπα-έβγα» — το να μπαινοβγαίνει συνεχώς κάποιος άσκοπα.
Greek Monotonic
ἔμπᾰ: επίρρ., βλ. ἔμπᾶς.