δρυς: Difference between revisions

From LSJ

ἅλμην πιόντες ἐξαπῆλθον τοῦ βίου → they drank seawater and departed from life

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "πᾱς" to "πᾶς")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, η και δρυ, το (AM δρῡς, η)<br /><b>1.</b> [[δέντρο]] τών δασών, του οποίου υπάρχουν [[πολλά]] είδη<br />ο [[καρπός]] του περιέχει άφθονο [[άμυλο]], [[βαλανιδιά]]<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> «δρυὸς πεσούσης πᾱς ἀνὴρ ξυλεύεται» — όταν χάσει [[κανείς]] τη [[δύναμη]] του όλοι σπεύδουν να επωφεληθούν<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάθε]] [[δέντρο]]<br /><b>2.</b> άλλα δέντρα που παράγουν βαλανίδια<br /><b>3.</b> [[γέρος]] εξασθενημένος από την [[ηλικία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[δρυς]] ανάγεται σε ΙΕ ρ. <i>drŭ</i>- «[[δένδρο]]», η οποία με άλλες μεταπτωτικές βαθμίδες εμφανίζεται σε διάφορες λέξεις<br />[[πρβλ]]. [[δόρυ]] <span style="color: red;"><</span> <i>dor</i>-<i>w</i>, αρχ. ινδ. <i>d</i><i>ā</i><i>ru</i>, [[δένδρεον]] <span style="color: red;"><</span> <i>der</i>-<i>drew</i>-<i>on</i>, [[καθώς]] και στη [[γλώσσα]] του Ησυχίου «[[δροόν]] (<span style="color: red;"><</span> <i>drow</i>-)- ισχυρόν, Αργείοι». Η [[μακρότητα]] του τύπου οφείλεται [[είτε]] στο ότι πρόκειται για [[λέξη]] θηλυκού γένους (αναλογικά [[προς]] άλλες ονομασίες δένδρων) [[είτε]] στο ότι [[είναι]] [[τύπος]] [[μονοσύλλαβος]]. Συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>dru</i>- «[[ξύλο]]» στα <i>dru</i>-<i>șad</i>- «αυτός που κάθεται στο [[ξύλο]]», <i>su</i>-<i>dru</i>- «αυτό που αποτελείται από καλό [[ξύλο]]», αρχ. σλ. <i>drŭva</i> «[[ξύλο]]», αλβ. <i>dru</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>druua</i>) «[[ξύλο]], [[δένδρο]]» κ.ά. Για τη σημ. «[[σταθερός]], [[ισχυρός]]» που εμφανίζεται στη [[γλώσσα]] του <b>Ησύχ.</b> «[[δροόν]]- ισχυρόν» (από την [[ίδια]] [[ρίζα]] <i>der</i>-<i>w</i>- / <i>dr</i>-<i>eu</i>- «[[δένδρο]]») υπετέθη ότι [[είναι]] [[υστερογενής]] και ότι προήλθε από την [[ονομασία]] του ξύλου].
|mltxt=ο, η και δρυ, το (AM δρῡς, η)<br /><b>1.</b> [[δέντρο]] τών δασών, του οποίου υπάρχουν [[πολλά]] είδη<br />ο [[καρπός]] του περιέχει άφθονο [[άμυλο]], [[βαλανιδιά]]<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> «δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται» — όταν χάσει [[κανείς]] τη [[δύναμη]] του όλοι σπεύδουν να επωφεληθούν<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάθε]] [[δέντρο]]<br /><b>2.</b> άλλα δέντρα που παράγουν βαλανίδια<br /><b>3.</b> [[γέρος]] εξασθενημένος από την [[ηλικία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[δρυς]] ανάγεται σε ΙΕ ρ. <i>drŭ</i>- «[[δένδρο]]», η οποία με άλλες μεταπτωτικές βαθμίδες εμφανίζεται σε διάφορες λέξεις<br />[[πρβλ]]. [[δόρυ]] <span style="color: red;"><</span> <i>dor</i>-<i>w</i>, αρχ. ινδ. <i>d</i><i>ā</i><i>ru</i>, [[δένδρεον]] <span style="color: red;"><</span> <i>der</i>-<i>drew</i>-<i>on</i>, [[καθώς]] και στη [[γλώσσα]] του Ησυχίου «[[δροόν]] (<span style="color: red;"><</span> <i>drow</i>-)- ισχυρόν, Αργείοι». Η [[μακρότητα]] του τύπου οφείλεται [[είτε]] στο ότι πρόκειται για [[λέξη]] θηλυκού γένους (αναλογικά [[προς]] άλλες ονομασίες δένδρων) [[είτε]] στο ότι [[είναι]] [[τύπος]] [[μονοσύλλαβος]]. Συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>dru</i>- «[[ξύλο]]» στα <i>dru</i>-<i>șad</i>- «αυτός που κάθεται στο [[ξύλο]]», <i>su</i>-<i>dru</i>- «αυτό που αποτελείται από καλό [[ξύλο]]», αρχ. σλ. <i>drŭva</i> «[[ξύλο]]», αλβ. <i>dru</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>druua</i>) «[[ξύλο]], [[δένδρο]]» κ.ά. Για τη σημ. «[[σταθερός]], [[ισχυρός]]» που εμφανίζεται στη [[γλώσσα]] του <b>Ησύχ.</b> «[[δροόν]]- ισχυρόν» (από την [[ίδια]] [[ρίζα]] <i>der</i>-<i>w</i>- / <i>dr</i>-<i>eu</i>- «[[δένδρο]]») υπετέθη ότι [[είναι]] [[υστερογενής]] και ότι προήλθε από την [[ονομασία]] του ξύλου].
}}
}}

Latest revision as of 18:40, 29 October 2022

Greek Monolingual

ο, η και δρυ, το (AM δρῡς, η)
1. δέντρο τών δασών, του οποίου υπάρχουν πολλά είδη
ο καρπός του περιέχει άφθονο άμυλο, βαλανιδιά
2. παροιμ. «δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται» — όταν χάσει κανείς τη δύναμη του όλοι σπεύδουν να επωφεληθούν
αρχ.
1. κάθε δέντρο
2. άλλα δέντρα που παράγουν βαλανίδια
3. γέρος εξασθενημένος από την ηλικία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. δρυς ανάγεται σε ΙΕ ρ. drŭ- «δένδρο», η οποία με άλλες μεταπτωτικές βαθμίδες εμφανίζεται σε διάφορες λέξεις
πρβλ. δόρυ < dor-w, αρχ. ινδ. dāru, δένδρεον < der-drew-on, καθώς και στη γλώσσα του Ησυχίου «δροόν (< drow-)- ισχυρόν, Αργείοι». Η μακρότητα του τύπου οφείλεται είτε στο ότι πρόκειται για λέξη θηλυκού γένους (αναλογικά προς άλλες ονομασίες δένδρων) είτε στο ότι είναι τύπος μονοσύλλαβος. Συνδέεται με αρχ. ινδ. dru- «ξύλο» στα dru-șad- «αυτός που κάθεται στο ξύλο», su-dru- «αυτό που αποτελείται από καλό ξύλο», αρχ. σλ. drŭva «ξύλο», αλβ. dru (< druua) «ξύλο, δένδρο» κ.ά. Για τη σημ. «σταθερός, ισχυρός» που εμφανίζεται στη γλώσσα του Ησύχ. «δροόν- ισχυρόν» (από την ίδια ρίζα der-w- / dr-eu- «δένδρο») υπετέθη ότι είναι υστερογενής και ότι προήλθε από την ονομασία του ξύλου].