οἰνόπεδος: Difference between revisions

From LSJ

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=oinopedos
|Transliteration C=oinopedos
|Beta Code=oi)no/pedos
|Beta Code=oi)no/pedos
|Definition=ον (η, ον <span class="bibl">Opp. <span class="title">C.</span>4.331</span>), <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[with soil fit to produce wine]], [[abounding in wine]], ἀνὰ γουνὸν ἀλωῆς οἰνοπέδοιο <span class="bibl">Od.1.193</span>, cf. <span class="bibl">11.193</span>; [[productive of wine]], <b class="b3">-πέδῃσι φυτηκομίῃσι μεμηλώς</b> Opp.l.c. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> Subst. οἰνό-πεδον, τό, [[vineyard]], τέμενος... τὸ μὲν ἥμισυ οἰνοπέδοιο <span class="bibl">Il.9.579</span>, cf. <span class="bibl">Thgn.892</span>, <span class="bibl">Theoc.24.130</span>, Plu.2.604c, prob. for <b class="b3">οἰκ-</b> in <span class="title">SIG</span>1000.8 (Cos):—also οἰνο-πέδη, ἡ, <span class="title">AP</span>11.409 (Gaet.).</span>
|Definition=ον (η, ον <span class="bibl">Opp. <span class="title">C.</span>4.331</span>), <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[with soil fit to produce wine]], [[abounding in wine]], ἀνὰ γουνὸν ἀλωῆς οἰνοπέδοιο <span class="bibl">Od.1.193</span>, cf. <span class="bibl">11.193</span>; [[productive of wine]], <b class="b3">-πέδῃσι φυτηκομίῃσι μεμηλώς</b> Opp.l.c. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> Subst. [[οἰνόπεδον]], τό, [[vineyard]], τέμενος... τὸ μὲν ἥμισυ οἰνοπέδοιο <span class="bibl">Il.9.579</span>, cf. <span class="bibl">Thgn.892</span>, <span class="bibl">Theoc.24.130</span>, Plu.2.604c, prob. for <b class="b3">οἰκ-</b> in <span class="title">SIG</span>1000.8 (Cos):—also οἰνο-πέδη, ἡ, <span class="title">AP</span>11.409 (Gaet.).</span>
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 10:10, 30 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰνόπεδος Medium diacritics: οἰνόπεδος Low diacritics: οινόπεδος Capitals: ΟΙΝΟΠΕΔΟΣ
Transliteration A: oinópedos Transliteration B: oinopedos Transliteration C: oinopedos Beta Code: oi)no/pedos

English (LSJ)

ον (η, ον Opp. C.4.331), A with soil fit to produce wine, abounding in wine, ἀνὰ γουνὸν ἀλωῆς οἰνοπέδοιο Od.1.193, cf. 11.193; productive of wine, -πέδῃσι φυτηκομίῃσι μεμηλώς Opp.l.c. II Subst. οἰνόπεδον, τό, vineyard, τέμενος... τὸ μὲν ἥμισυ οἰνοπέδοιο Il.9.579, cf. Thgn.892, Theoc.24.130, Plu.2.604c, prob. for οἰκ- in SIG1000.8 (Cos):—also οἰνο-πέδη, ἡ, AP11.409 (Gaet.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dont le sol est planté de vignes.
Étymologie: οἶνος, πέδον.

Russian (Dvoretsky)

οἰνόπεδος: поросший виноградом, виноградный (ἀλωή Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

οἰνόπεδος: -ον, ὁ ἔχων ἔδαφος κατάλληλον πρὸς παραγωγὴν οἴνου, ἀνὰ γουνὸν ἀλωῆς οἰνοπέδοιο Ὀδ. Α. 193, πρβλ. Λ. 132, Μόσχ. 4. 100. ΙΙ. οἰνόπεδον, ὡς οὐσιαστ., γῆ οἰνοφόρος, ἀμπελών, τέμενος ... τὸ μὲν ἥμισυ οἰνοπέδοιο Ἰλ. Ι. 579, πρβλ. Θέογν. 892, Θεόκρ. 24. 128· - ὡσαύτως οἰνοπέδη, ἡ, Ἀνθ. Π. 11. 409, Ὀππ. Κ. 4. 331.

English (Autenrieth)

(πέδον): consisting of wine-land, wine-yielding; subst., οἰνόπεδον, vineyard, Il. 9.579.

Greek Monolingual

οινόπεδος, -ον (ΑΜ, Α θηλ. και -έδη)
αυτός που έχει έδαφος κατάλληλο για παραγωγή οίνου, αυτός που έχει χώρα αμπελοφόρο, οινοφόρο
αρχ.
1. αυτός που παράγει άφθονο οίνο
2. (το θηλ. και το ο υ δ. ως ουσ.) ἡ οἰνοπέδη και τὸ οἰνόπεδον
αμπελοφόρος γη, αμπελότοπος, αμπελώνας (α. «οἰνόπεδον μέγα Τυδεὺς ναῑε», Θεοκρ.
β. «οἷος πρώτης ἦλθες ἀπ' οἰνοπέδης», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + -πεδος (< πέδον), πρβλ. φοινικό-πεδος, χαλκό-πεδος].

Greek Monotonic

οἰνόπεδος: -ον (πέδον),·
I. περιοχή που το έδαφός της είναι πρόσφορο για οινοπαραγωγή, σε Ομήρ. Οδ. II. οἰνόπεδον, τό, ως ουσ., αμπελώνας, σε Ομήρ. Ιλ., Θέογν.· επίσης, οἰνοπέδη, , σε Ανθ.

Middle Liddell

οἰνό-πεδος, ον, πέδον
I. with soil fit to produce wine, wine-producing, Od.
II. οἰνόπεδον, ου, τό, as substantive a vineyard, Il., Theogn.:—also οἰνοπέδη, ἡ, Anth.